ἐπισχύω
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
(ἰσχύς)
A make strong or powerful, τὴν πόλιν X.Oec.11.13. II intr., to be or grow strong, Thphr.CP2.1.4; prevail, D.S. 5.59, Corn.ND7 ; to be urgent, ἐπίσχυον λέγοντες Ev.Luc.23.5 ; ὁ λόγος -ύσει πρὸς συμβουλίαν ἢ διδαχήν Vett.Val.48.6.
German (Pape)
[Seite 988] stark machen, verstärken, τὴν πόλιν, bejstehen, Xen. Oec. 11, 13; – intrans., stark werden, Theophr.; τῆς κατὰ τὸ πεπρωμένον ἀνάγκης ἐπισχυούσης D. Sic. 5, 59; drängen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισχύω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἐνισχύω, τὴν πόλιν Ξεν. Οἰκ. 11, 13. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἰσχυρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 4· ὑπερισχύω, Διόδ. 5. 59· ἐπιμένω, οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 5.
French (Bailly abrégé)
rendre fort ou puissant.
Étymologie: ἐπί, ἰσχύω.
English (Strong)
from ἐπί and ἰσχύω; to avail further, i.e. (figuratively) insist stoutly: be the more fierce.
English (Thayer)
(imperfect ἐπίσχυον);
1. transitive, to give additional strength; to make stronger (Xenophon, oec. 11,13).
2. intransitive, to receive greater strength, grow stronger (Diodorus): ἐπίσχυον λέγοντες, they were the more urgent saying, i. e. they alleged the more vehemently, Luke 23:5.
Greek Monolingual
(Α ἐπισχύω) ισχύω
νεοελλ.
ναυτ. ενισχύω τα πλοία που καταδιώκουν τον εχθρό αποσπώντας μονάδες από την κύρια ναυτική δύναμη
αρχ.
1. ενισχύω, δίνω δύναμη («καὶ φίλους ἐπωφελεῑν καὶ πόλιν ἐπισχύειν», Ξεν.)
2. (αμτβ.) είμαι, γίνομαι ισχυρός, δυναμώνω («ῥιζωθέντα καὶ ἐπισχύσαντα», Θεόφρ.)
3. υπερισχύω («τῆς κατὰ τὸ πεπρωμένον ἀνάγκης ἐπισχυούσης», Διόδ. Σικ.)
4. επιμένω στον ισχυρισμό μου («οἱ δέ ἐπίσχυον λέγοντες», ΚΔ)
5. φρ. «ἐπισχύω πρός τι» — έχω δύναμη, επιρροή αναφορικά με κάτι, ενεργώ αποτελεσματικά.
Greek Monotonic
ἐπισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ],
I. κάνω κάτι ισχυρό, ενισχύω, σε Ξεν.
II. αμτβ., υπερισχύω, επιμένω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπισχύω:
1) делать сильным, укреплять (τὴν πόλιν Xen.);
2) становиться сильным, укрепляться Diod.;
3) настаивать: ἐπίσχυον λέγοντες NT они настойчиво утверждали.
Middle Liddell
fut. ύσω
I. to make strong or powerful, Xen.
II. intr. to prevail, be urgent, NTest.
Chinese
原文音譯:™piscÚw 誒披-士虛哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)在上-強而有力
字義溯源:更有力,急切,越發極力;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἰσχύω)=有力)組成;其中 (ἰσχύω)出自(ἰσχύς)=力量),而 (ἰσχύς)又出自(ἶρις)X*=力)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 越發極力的(1) 路23:5