ἐπιλάμπω

From LSJ
Revision as of 16:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλάμπω Medium diacritics: ἐπιλάμπω Low diacritics: επιλάμπω Capitals: ΕΠΙΛΑΜΠΩ
Transliteration A: epilámpō Transliteration B: epilampō Transliteration C: epilampo Beta Code: e)pila/mpw

English (LSJ)

   A shine after or thereupon, ἠέλιος δ' ἐπέλαμψε thereupon the sun shone forth, Il.17.650; of the moon, h.Merc.141, Plu.2.044d, etc.; ὥς σφι ἡμέρη ἐπέλαμψε Hdt.8.14, cf. 3.135; ἡμέρης ἐπιλαμψάσης when day had fully come, Id.7.13; also ἔαρος ἐπιλάμψαντος Id.8.130.    2. shine upon (a place), abs., Hp.Aër.6, X.Cyn.8.1: c.dat., φλόγες ἐ. ἄκροις τοῖς κέρασι Plu.Fab.6; ὁ ἥλιος ἐπέλαμπε τῷ ἔργῳ Id.Arat.22, cf. Theo Sm.p.121H.: metaph., οὔριος . . ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι, Κύπρι AP5.16 (Gaet.); τοῖς ἀπελπίζουσιν ἐ. bring them new light; OGI194.20 (Egypt, i B.C.), cf. ib.669.7 (ibid., i A.D.).    II. trans., make to shine, μόχθοι νεότατ' ἐπέλαμψαν μυρίοι (so L.Dind. for μυρίοις) Pi.Fr.172 (dub. l.); τὸ ἀγαθὸν πᾶσιν ἐ. τοῖς νοητοῖς ἀλήθειαν Plot.4.7.10:—Pass., shine upon, λόφῳ -ελάμπετο πήληξ A.R.2.920.    2. illumine, κολώνας ib.164.

German (Pape)

[Seite 956] dabei, darüber glänzen, leuchten, ἠέλιος ἐπέλαμψεν Il. 17, 650, die Sonne leuchtete wieder, nach dem vorangegangenen Nebel; vom Monde, H. h. Merc. 141; ὥς σφι ἐπέλαμψε ἡμέρα, als der Tag über ihnen angebrochen war, Her. 8, 14; ἔαρος ἐπιλάμψαντος, bei Anbruch des Frühlings, 8, 130 u. Sp.; ὁ ἥλιος ἐπέλαμψε τῷ ἔργῳ, ging über, während der Arbeit auf, Plut. Arat. 22; ἐὰν ὁ ἥλιος ἐπιλάμπῃ, wenn die Sonne darauf scheint, Xen. Cyn. 8, 1; αἱ φλόγες ἄκροις ἐπιλάμπουσαι τοῖς κέρασι Plut. Fab. M. 6, leuchteten auf den Hörnern; τοῖς οἴαξιν Lys. 12; vgl. σωτῆρες ἐν πολέμοις ἐπιλάμπουσιν fac. orb. lun. 30; Gaet. 1 (V, 17) sagt οὔριος ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι καὶ ἱστῷ, Κύπρι, mit einem doppelten Bilde, gieb günstigen Fahrwind; – ἐπέλαμψε παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὁ χρυσός, das Gold fing an zu glänzen, es wurde bekannt, Ath. VI, 231 d. – Sp. auch trans., bescheinen, κολώνας Ap. Rh. 2, 164; pass. darin erglänzen, 2, 920; – τὸν ἥλιον ἐπὶ πάντας, die Sonne leuchten lassen, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλάμπω: λάμπω μετά τι, ἢ εὐθύς ἔπειτα, ἠέλιος δ’ ἐπέλαμψε Ἰλ. P. 650· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 141, Πλουτ. Λύσ. 12, Φάβ. 6. Ἄρατος 21, Αἰμίλ. 17· ὥς σφι ἡμέρη ἐπέλαμψε Ἡρόδ. 8. 14, πρβλ. 3. 135· ἐπιλαμψάσης ἡμέρης, ὅτε ἔλαμψεν ἡ ἡμέρα, ὁ αὐτ. 7. 13· οὕτως, ἔαρος ἐπιλάμψαντος ὁ αὐτ. 8. 130. 2) λάμπω ἐπάνω εἴς τι μέρος, ἐπὶ τόπου, ἀπολύτ., ὁ γὰρ ἥλιος πρὶν ἄνω ἀρθῆναι οὐκ ἐπιλάμπει Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· ἐὰν δὲ νότιόν τε ᾖ καὶ ἥλιος ἐπιλάμπῃ Ξεν. Κυν. 8, 1· μετὰ δοτ., λάμπω ἐπί τινι, αἱ φλόγες ἄκροις ἐπιλάμπουσαι τοῖς κέρασι Πλουτ. Φάβ. 6· ὁ ἥλιος αὐτοῖς ἐπέλαμψε τῷ ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀράτῳ 22: - μεταφ., οὔριος... ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι, Κύπρι Ἀνθ. Π. 5. 17· τοῖς ἀπελπίζουσιν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 20 ΙΙ. μεταβ., οὐ Πηλέος ἀντιθέου μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοις; (κατὰ Δινδ. μυρίοι) Πινδ. Ἀποσπ. 158: - Παθ., ἀμφὶ δὲ καλὴ τετράφαλος φοίνικι λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ Ἀπολλ. Ρόδ. B. 920. 2) πληρῶ τι φωτός, φωτίζω, ἦμος ἠέλιος δροσερὰς ἐπέλαμψε κολώνας αὐτόθι 164.

French (Bailly abrégé)

1 briller sur;
2 briller de nouveau.
Étymologie: ἐπί, λάμπω.

English (Autenrieth)

aor. ἐπέλαμψε: shine in, Il. 17.650†.

English (Slater)

ἐπῐλάμπω
   1 be brilliant met. Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις fr. 172. 2.

Spanish

brillar, resplandecer

Greek Monolingual

ἐπιλάμπω (Α) λάμπω
1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.)
2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω
3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.)
4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» — έλαμπε η περικεφαλαία με το λοφίο επάνω της, Απολλ. Ρόδ.).

Greek Monotonic

ἐπιλάμπω: μέλ. -ψω,
1. λάμπω κατόπιν ή αμέσως μετά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐπιλαμψάσης ἡμέρης, όταν η μέρα είχε έλθει, είχε λάμψει πλήρως, σε Ηρόδ.
2. λάμπω πάνω σε, αστράφτω, φωτίζω, με δοτ., σε Πλούτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλάμπω:
1) начинать сиять, (о небесных светилах) появляться, восходить (ἠέλιος ἐπέλαμψεν Hom.; φόως ἐπέλαμπε Σελήνης HH);
2) освещать, озарять (τινί Plut.): οὔριος ἐπίλαμψον ἐμῷ ἱστῷ Anth. благоприятствуй моему плаванию; ἐὰν ἥλιος ἐπιλάμπῃ Xen. в солнечную погоду;
3) (о временах года и суток) наступать: ἐπιλαμψάσης ἡμέρης Her. с наступлением дня, когда рассвело; ἔαρος ἐπιλάμψαντος Her. с наступлением весны.

Middle Liddell

fut. ψω
1. to shine after or thereupon, Il., etc.; ἐπιλαμψάσης ἡμέρης when day had fully come, Hdt.
2. to shine upon, c. dat., Plut., Anth.

Chinese

原文音譯:l£mpw 藍坡
詞類次數:動詞(7)
原文字根:發光 相當於: (נָגַהּ‎)
字義溯源:放光*,照亮,明亮,照,照耀,直照,照出來。參讀 (ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)同義字
同源字:1) (ἐκλάμπω)發亮 2) (λαμπάς / ὑπολαμπάς)燈 3) (λαμπρός)明亮的 4) (λαμπρότης)光亮 5) (λαμπρῶς)光輝地 6) (περιλάμπω)周圍照射
出現次數:總共(7);太(3);路(1);徒(1);林後(2)
譯字彙編
1) 已經照(1) 林後4:6;
2) 也當⋯照在(1) 太5:16;
3) 照出來(1) 林後4:6;
4) 照耀(1) 徒12:7;
5) 明亮(1) 太17:2;
6) 直照(1) 路17:24;
7) 照亮(1) 太5:15