διΐημι
English (LSJ)
(3sg. fut. A διαήσει Hsch.), drive, thrust or pass through, διὰ δ' ἧκε σιδήρου (sc. τὸν ὀϊστόν) Od.21.328; δ. ξίφος λαιμῶν E.Ph.1092; δίες στυπτηρίαν ὄξους PHolm.12.45: c. dupl. acc., στέρνα δ. λόγχην E.Ph.1398. 2 let people go through a country, give them a passage through, εἰ μήτε οἱ ποταμοὶ διήσουσιν… X.An.3.2.23, etc.; διέντες αὐτοὺς ἐφ' ὑμᾶς D.18.213, cf. ib.146: c. gen., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος didst let them pass through thy mouth, gauest utterance to them, S.OC963, cf. διαφέρω 1.1:—Pass., pass through, Arist.Mir.835b20: Ep. pf. part. διαειμένος A.R.2.372. II dismiss, disband, στράτευμα X.HG2.4.39, etc.; τοὺς ὀδόντας δ. unclose them, D.S.10.17. 2 soak, Hp.Acut.21; ἐλᾳδίῳ διείς Sotad.Com. 1.27, cf. Arist.HA583a24:—Med., διέμενος ὄξει having diluted it with vinegar, Ar.Pl.720:—Pass., Alex.188.3. 3 release prisoners, PGoodsp.Cair.5.2 (ii B. C.), J.AJ15.10.3; διειμένος set free, Plu. Demetr.39.
Greek (Liddell-Scott)
διΐημι: ῥίπτω διὰ μέσου, περνῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, διὰ δ’ ἦκε σιδήρου (ἐνν. τὸν ὀϊστὸν) Ὀδ. Φ. 328, Ω. 177· δ. ξίφος λαιμῶν Εὐρ. Φοιν. 1092· ὡσαύτως μετὰ διπλ. αἰτ., λόγχην δ. στέρνα αὐτόθι 1398. 2) ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ, ἐπιτρέπω δίοδον, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 23, κτλ.· διέντες αὐτοὺς ἐπί τινα Δημ. 299. 11, πρβλ. 276. 9·― μετὰ γεν., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, ἀφῆκας νὰ διέλθωσι διὰ τοῦ στόματός σου, ἐξηγήθης, ἐξέθηκας αὐτὰς, Σοφ. Ο. Κ. 963, πρβλ. διαφέρω Ι. 1. ― Παθ., διέρχομαι διὰ μέσου, Ἀριστ. Θαυμασ. 73· Ἐπ. μετοχ. πρκμ. διαειμένος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 372. ΙΙ. στέλλω χωριστὰ ἕκαστον, ἀπολύω, διαλύω, τὸ στράτευμα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, κτλ.· τοὺς ὀδόντας δ., τοὺς ἀνοίγω, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 558. 2) διαλύω, ἐλᾳδίῳ διεὶς Σωτάδ. Ἐγκλει. 1. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 7. 3, 2· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., διέμενος ὄξει, διαλύσας αὐτὸ δι’ ὄξους, Ἀριστοφ. Πλ. 720, πρβλ. Ἱππ. Ὀξ. 387· ἴδε Λοβ. Φρύν. 27.
French (Bailly abrégé)
ao. διῆκα;
1 (διά marquant la séparation) laisser aller : στράτευμα XÉN licencier une armée;
2 (διά à travers) faire passer à travers : στράτευμα διὰ τῆς χώρας XÉN une armée à travers le pays;
3 enfoncer à travers : δ. σιδήρου OD faire passer (une flèche) à travers le fer;
4 lancer contre ; fig. τί τινι SOPH lancer contre qqn une accusation de qch;
Moy. διΐεμαι dissoudre : ὄξει AR avec du vinaigre.
Étymologie: διά, ἵημι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. 3a plu. διίεσκον Emp.B 84.11; lesb. aor. part. fem. ζάεισα Inc.Lesb.35.7 (dud., pero v. διάημι); med.-pas. perf. part. διαειμένος A.R.2.372]
A tr.
I c. ac. de cosa o del cuerpo humano
1 hacer pasar de lado a lado, atravesar, traspasar c. ac. de cosa y gen. o giro prep. c. gen. ξίφος λαιμῶν διῆκε pasó de lado a lado la espada por la garganta E.Ph.1092, cf. Plu.2.598b, δι' ἀλλήλων ἐναντίας (τὰς φλέβας) πλέξαντες διεῖσαν plegando (las venas) que se entrelazaban en sentido contrario las hicieron pasar unas a izquierda y otras a derecha, en la configuración que los dioses dieron al cuerpo humano, Pl.Ti.77e, c. dos ac. στέρνα ... διῆκε λόγχην hizo pasar la lanza por el pecho E.Ph.1398, sólo c. ac. σιδηροῦν αὐλίσκον διέντες Polyaen.6.17, c. ac. de extensión τὴν χώραν D.S.17.49.
2 esp. en recetas empapar (κριθὰς ἢ ὀρόβους) ἐν ὄξει ... διέντα Hp.Acut.21, θρίοισι ταύτην (τὴν ἀμίαν) ἅλις ἐλαδίῳ διείς Sotad.Com.1.27, cf. Arist.HA 583a24, τὸ ἄχυρον ... διέντα δ' ὕδατι πλείονι ἀποχεῖν Orib.4.8.2, cf. Dieuch.15.36, εἰς ἄγγος κεραμεοῦν δίες στ[υπ] τηρίαν ὄξους en un recipiente de barro empapa alumbre en vinagre, e.d. disuelve alumbre en vinagre para fijar el tinte PHolm.78
•en v. med. mism. sent. diluir ὄξει (πάντα) διέμενος Ar.Pl.720, en v. pas. τὸ τρῖμμ' ... διειμένον ὄξει Alex.193.3, cf. Phryn.18, γύψου δὲ ἄνθος μεθ' ὕδατος διειμένον Hippol.Haer.4.34.2.
II c. ac. de pers. o principios activos
1 dejar pasar διέντας αὐτοὺς ἐφ' ὑμᾶς dejándolos pasar en su avance contra vosotros D.18.213, εἰ δὲ μήθ' οἱ ποταμοὶ διήσουσιν si ni los ríos (nos) dejan pasar X.An.3.2.23, (πολεμίους) μὴ διιέτω διὰ τῆς χώρας Plb.21.32.3, cf. 43.2, πῦρ δ' ἔξω διίεσκον pero (los conductos) dejaban salir el fuego afuera Emp.l.c., cf. Alex.Aphr.in Sens.23.14, λαμπρὸς ἡλίου κύκλος μέσον πόρον διῆκε θερμαίνων φλογί A.Pers.505, de ciertos pinos τὴν τροφὴν οὐ διιεῖσαι no dejan pasar el alimento Thphr.CP 5.11.3, ἀὴρ διίησι τὴν αὐγήν Plu.2.931c
•milit. licenciar Παυσανίας μὲν διῆκε τὸ στράτευμα X.HG 2.4.39
•dejar partir, liberar με ... [ἐκ τῆς] φυ[λα] κῆς PPetr.2.19.1(a).8 (III a.C.) en BL 1.358, cf. PPetr.2.20.1.14 (III a.C.), τοὺς ὑπὸ Ἀγρίππα παραδοθέντας ἐν τιμωρίᾳ I.AI 15.356, en v. pas. Λυσίμαχος ... διειμένος ἀπηγγέλλετο se anunció que Lisímaco había sido liberado Plu.Demetr.39
•fig. συμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος has dejado salir de tu boca desgracias S.OC 963
•dejar, permitir διῆκ' ἀπελθεῖν αὐτὰ (τὰ χρηστά) πρὸς θεῶν οἴκους (al levantar la tapa) dejó que éstas (las cosas buenas) escaparan a la morada de los dioses Babr.58.5.
2 extender c. ac. de partes del cuerpo ἀετὸς ... διεὶς τὰς πτέρυγας LXX De.32.11.
B intr.
1 enfilar, disparar c. gen. τις πτωχὸς ἀνὴρ ... διὰ δ' ἧκε σιδήρου un mendigo cualquiera disparó a través del conjunto de las hachas de hierro, Od.21.328.
2 atravesar, pasar c. giro prep. διῄει διὰ τῆς Κορινθίας χώρας D.S.14.91, οὔτε γὰρ κατὰ τὰς ἁφὰς ἐνδέχεται διιέναι διὰ τῶν διαφανῶν Arist.GC 326b12, cf. APo.94b30
•tb. en v. med. τὴν ὑγρότητα διΐεσθαι εἰς τὴν ὕλην Arist.Mir.835b20 (cód.), c. gen. (Θερμώδων) εὐρείης διαειμένος ἠπείροιο el Termodonte que atraviesa una vasta comarca A.R.l.c.
Greek Monotonic
διΐημι: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ῆκα·
I. 1. διέρχομαι ή διαπερνώ ένα πράγμα, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· επίσης με διπλή αιτ., λόγχην δ. στέρνα, στον ίδ.
2. επιτρέπω τη διέλευση ανθρώπων μέσα σε μια χώρα, τους αφήνω να περάσουν, σε Ξεν., Δημ.· με γεν., ξυμφορὰς τοῦ σοῦ διῆκας στόματος, τις άφησες να περάσουν μέσα από το στόμα σου, τους έδωσες έκφραση, τις διατύπωσες, σε Σοφ.
II. 1. στέλνω χωριστά, απολύω, αποπέμπω, διαλύω, σε Ξεν.
2. αποσυνθέτω — στη Μέσ., διέμενος ὄξει, έχοντας διαλύσει, αναμείξει αυτό με ξίδι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διΐημι:
1) распускать (по домам) (τὸ στράτευμα Xen. - ср. 4);
2) отпускать, выпускать, освобождать: διειμένος ἀπηγγέλλετο Plut. было объявлено, что он освобожден; δ. τοῦ στόματός τι Soph. упоминать о чем-л.;
3) распускать, растворять (med. φάρμακον ὄξει Arph.; λιβανωτὸν ἐλαίῳ Arst.);
4) разрешать пройти, пропускать (τὸ στράτευμα διὰ τῆς χώρας Xen., Polyb. - ср. 1);
5) впускать (τινὰ εἰς τὴν Ἀττικήν Arst.);
6) всаживать, вонзать (ξίφος λαιμῶν Eur.): διὰ δ᾽ ἧκε σιδήρου (sc. ὀϊστόν) Hom. (Одиссей) пустил стрелу сквозь железные кольца;
7) открывать, раскрывать, разжимать (τοὺς ὀδόντας Diod.).