καταστρώννυμι

From LSJ
Revision as of 08:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστρώννῡμι Medium diacritics: καταστρώννυμι Low diacritics: καταστρώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katastrṓnnymi Transliteration B: katastrōnnymi Transliteration C: katastronnymi Beta Code: katastrw/nnumi

English (LSJ)

also καταστρωννύω LXX Jb.12.23, Mitteis Chr.31 viii 18 (ii B.C.): fut. -στρώσω:—Pass., fut. -   A στρωθήσομαι LXX Ju.7.14: aor. -εστρώθην (v. infr.):—spread out, κλίνην Hierocl.p.63 A.    II spread over, cover, οἶκον… ῥόδοις Ael.VH9.8:—Pass., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη was strewed with... D.S.14.114; σκορπίων κανθήλιον -εστρωμένον Str.14.2.26.    III lay low, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει E.HF1000, cf. X. Cyr.3.3.64:—Pass., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.9.76, cf. 8.53, 1 Ep.Cor.10.5.    IV layer, in Pass. of vines, Gp.5.17.11.    2 βοτάνιον κατὰ τοῦ ἐδάφους -εστρωμένον prostrate, Dsc. 2.130.

Greek (Liddell-Scott)

καταστρώννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω κάτω, κατὰ γῆς, ἁπλώνω ἄνωθεν, ἐκτείνω, καλύπτω, τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ σύνταξις κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον σκορπίων Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ καταστορέννυμι ΙΙΙ., «στρώνω κάτω», καταβάλλω, ἀποκτείνω, φονεύω, δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέστρωσα;
1 avec double rég. joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;
2 jeter à terre, abattre.
Étymologie: κατά, στρώννυμι.

English (Strong)

from κατά and στρώννυμι; to strew down, i.e. (by implication) to prostrate (slay): overthrow.

English (Thayer)

1st aorist passive κατεστρωθην; to strew over (the ground); to prostrate, slay (cf. our to lay low): A. V. overthrown). (Herodotus 8,53; 9,76; Xenophon, Cyril 3,3, 64.)

Greek Monolingual

καταστρώννυμι και καταστρώνω (Α)
βλ. καταστρώνω.

Greek Monotonic

καταστρώννῡμι: και -ύω· μέλ. -στρώσω, Παθ. αόρ. αʹ -εστρώθην· στρώνω κάτω, απλώνω καταγής, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., κατέστρωντο οἱ βάρβαροι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταστρώννῡμι:
1) устилать (πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη Diod.);
2) убивать, умерщвлять (τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.); pass. погибать (κατεστρώθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στρώννυμι uitspreiden over, bedekken:. χωρίον λίθῳ σκληρῷ κατεστρωμένον ἄνωθεν een stuk grond aan de bovenkant geplaveid met harde steen Plut. Caes. 47.2. neerleggen, doden:. τοῖσι῞Ελλησι... κατέστρωντο οἱ βάρβαροι de barbaren waren door de Grieken gedood Hdt. 9.76.1.

Middle Liddell

and -ύω fut. -στρώσω aor1 pass. -εστρώθην
to lay low, Eur., Xen.:—Pass., κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.
B. καταστορέννυμι part. fem. καστορνῦσα part. fem. καστορνῦσα as if from καταστόρνυμι fut. -στορέσω
I. to over-spread or cover with a thing, τί τινι Il.
II. to spread upon, Od.
III. to throw down, lay low, Hdt.; καταστ. κύματα, Lat. sternere aequor, Anth.

Chinese

原文音譯:katastrènnumi 卡他-士特朗匿米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-撒佈 相當於: (שָׁחַט‎ / שַׁחֲטָה‎)
字義溯源:覆沒,殺死,殺,倒斃;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(στρώννυμι / στρωννύω)*=散佈)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 他們倒斃(1) 林前10:5