συνεξάγω

From LSJ
Revision as of 07:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξάγω Medium diacritics: συνεξάγω Low diacritics: συνεξάγω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΓΩ
Transliteration A: synexágō Transliteration B: synexagō Transliteration C: syneksago Beta Code: suneca/gw

English (LSJ)

[ᾰ],    A lead out together, στρατιήν Hdt.5.75; σ. τι εἰς φῶς assist in bringing it out, Pl.Tht.157d.    II carry off together, assist in removing, οἱ ἔμετοι σ. τὸ γλίσχρον Arist.Pr.868b7; ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Thphr.CP4.13.5; τοὺς συναγωνιστάς Plu.2.787e; σ. ἑαυτήν, of suicide, App.BC4.23.    2 Pass., to be carried away at the same time, οἴκτῳ καὶ μανίῃ APl.4.128.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. ἄγω), mit od. zugleich aus-, hinaus-, wegführen; ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω, Plat. Theaet. 157 d; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξάγω: ἐξάγω ὁμοῦ, στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 75· ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα ξυνεξαγάγω Πλάτ. Θεαίτ. 157D. ΙΙ. συντελῶ πρὸς ἐξαγωγήν, οἱ ἔμετοι συν. τὸ γλίσχρον Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, πρβλ. 37. 2· ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 5· τοὺς συναγωνιστὰς Πλούτ. 2. 787· συν. ἑαυτόν, ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 23. 2) Παθητ. ὡσαύτως, σ. μανίῃ, παραφέρομαι, συμπαρασύρομαι, Ἀνθ. Πλαν. 128.

French (Bailly abrégé)

1 conduire en même temps au dehors;
2 affranchir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξάγω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐξάγω
προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.)
2. παθ. συνεξάγομαι
συμπαρασύρομαι
3. φρ. «συνεξάγω ἐμαυτόν» — αυτοκτονώ (Αnn.).

Greek Monotonic

συνεξάγω: μέλ. -ξω, οδηγώ έξω μαζί, εξάγω από κοινού, σε Ηρόδ. — Παθ., εξάγομαι μαζί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνεξάγω: (ᾰ)
1) одновременно выводить (τὴν στρατιὴν ἐκ Λακεδαίμονος Her.): σ. εἰς φῶς τὸ δόγμα τινός Plat. выявлять (досл. выводить на свет) чье-л. мнение;
2) выводить одновременно наружу, выделять (τὸ κολλῶδες Arst.);
3) вытаскивать (из капкана), освобождать (τὰς οὐράς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεξάγω mede naar buiten brengen, helpen naar buiten te brengen, met acc.: ἕως ἂν εἰς φώς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω tot ik jouw overtuiging aan het licht heb helpen brengen Plat. Tht. 157d. milit. tegelijk laten uitrukken. Hdt. 5.75.1.

Middle Liddell

fut. ξω
to lead out together, Hdt.: Pass. to be carried away together, Anth.