ἐπαναφορά
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ἡ, A referring, reference, ἐπί τι Arist. EN1130a29; πρός τι Thphr.HP1.2.4. 2 reference of a question to an assembly, And.3.33; to the people, Harp. II Rhet., repetition of a word at the beginning of several clauses, Longin.20.2 (pl.), Demetr.Eloc.61, Hermong.Id.1.12, Ps.-Plu.Vit.Hom.33. III rising, ἀτμῶν Aret.CA1.6. IV Astrol., τόπος which follows a κέντρον (q. v.), Ptol.Tetr.112, S.E.M.5.14, Paul.Al.L.2.
German (Pape)
[Seite 901] ἡ, das Berichterstatten zur Entscheidung, Andoc. 3, 33. – Die rhet. Figur der Wiederholung eines Wortes am Anfange der Satzglieder, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναφορά: ἡ, τὸ ἀναφέρειν τι ἐπί τι, γίνεται ἡ ἐπαναφορὰ ἐπί τινα μοχθηρίαν ἀεί, οἷον εἰ ἐμοίχευσεν ἐπ’ ἀκολασίαν, κτλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 2, 5· πρός τι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 4. 2) τὸ ἀναφέρειν ζήτημά τι εἰς ἀνώτερον δικαστήριον, τὴν ἀσφάλειαν ἡμῶν τῆς ἐπαναφορᾶς Ἀνδοκ. 27. 37. Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «ἐπαναφορά: τὸ ἀναφέρειν καὶ ἀνακοινοῦσθαι τῷ πλήθει». ΙΙ ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ ἐπανάληψις τοῦ αὐτοῦ μορίου ἐν ἀρχῇ πολλῶν κώλων, Λογγῖνος 20. 2, Πλουτ. Βίος Ὁμήρου § 32. ΙΙΙ. ἐν τῇ ἀστρολογίᾳ, τὸ σημεῖον τὸ παρακολουθοῦν τῷ κέντρῳ, Πτολεμ. Τετραβ. 112, 113, Σέξτ. Ἐμπ. 731. 3, Βασίλ. Ι. 12Β.
Greek Monolingual
η (AM ἐπαναφορά) επαναφέρω
νεοελλ.
1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά του φόρου»)
2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη θερμοκρασία της μεταμορφώσεως, και η παραμονή για απόψυξη, οπότε εξαφανίζεται η βαφή
αρχ.
1. αναφορά, απόδοση κάποιου πράγματος σε κάτι
2. εισήγηση ενός θέματος στο δικαστήριο ή στο πλήθος
3. αναθυμίαση
4. αστρολ. τόπος που βρίσκεται μετά το κέντρο
5. (ρητ.) σχήμα λόγου στο οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων ή περιόδων, αλλιώς αναφορά, επάνοδος, επανάληψη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναφορά: ᾶς ἡ
1) отнесение или подведение, сведение (ἐπί τι Arst.);
2) астр. восхождение Sext.;
3) рит. эпанафора (повторение одного и того же слова в начале смежных стихов или предложений).