βαθύσκιος

From LSJ
Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύσκῐος Medium diacritics: βαθύσκιος Low diacritics: βαθύσκιος Capitals: ΒΑΘΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: bathýskios Transliteration B: bathyskios Transliteration C: vathyskios Beta Code: baqu/skios

English (LSJ)

ον, A deep-shaded, dark, πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, cf. Theoc.4.19; ὗλαι Babr.92.2; οἰκίαι Ath. Med. ap. Orib.inc.23.18. II Act., throwing a deep shade, ἀστήρ Musae.111.

German (Pape)

[Seite 425] (σκιά), tiefbeschattet, tiefschattig, κευθμών H. h. Merc. 229; Theocr. 4, 19; ἄλσος Plat. ep. 29 (Plan. 210); ὕλαι Babr. 92, 2; – tief beschattend, Musae. 111.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύσκιος: -ον, ὁ βαθέως σκιαζόμενος, βαθεῖαν ἔχων σκιάν, σκιερός, σκοτεινός, πέτρης κευθμῶνα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 229, πρβλ. Θεόκρ. 4. 19· ὕλη Βάβρ. 92. 2. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ σχηματίζων βαθεῖαν σκιάν, ἀστὴρ Μουσαῖ. 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’une ombre profonde ou épaisse.
Étymologie: βαθύς, σκιά.

Spanish (DGE)

(βᾰθύσκιος) -ον
1 profundamente sombrío πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, Ταρτάριος λειμών Orph.H.18.2, οἰκίαι Ath.Med. en Orib.Inc.41.18
de lugares boscosos ἄλσος Lyr.Adesp.8(a).2, AP 16.210, Λάτυμνον Theoc.4.19, ὗλαι Babr.92.2, Q.S.3.105.
2 que trae la sombra profunda Ἕσπερος ἀστήρ Musae.111.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βαθύσκιος, -ον)
αυτός που έχει πυκνή σκιά.

Greek Monotonic

βᾰθύσκῐος: -ον (σκιά), αυτός που έχει βαθιά σκιά, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύσκιος: покрытый густой тенью (πέτρης κευθμών HH; Λάτυμνον Theocr.; ὕλαι Babr.; οἶκος Plut.).

Middle Liddell

σκιά
deep-shaded, Hhymn., Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύσκιος -ον βαθύς, σκία] met diepe schaduw, schaduwrijk.