επειδή
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
(AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής)
(σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, 'πειδή μ' ορίζει η χάρη σου 'ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.)
αρχ.-μσν.
χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.)
μσν.
χρον. τη στιγμή που («κελεύει τὸ δίκαιον καὶ ἡ ἀσσίζαν ὅτι, ἐφειδήν κιβεντίσουν τὸ πρόσταγμαν εἰς τὴν χώραν», Ασσίζες)
αρχ.
χρον.
1. με αόρ. αντί για υπερσ. σε συνεκφορά με πρτ. για μεγαλύτερη έμφαση δηλώνει πράξη που δεν πραγματοποιήθηκε («ἐπεὶ ὑπηντίαζεν ἡ φάλαγξ... καὶ ἅμα ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο», Ξεν.)
2. (όταν υπονοείται αναφορά σε μεταγενέστερο χρόνο) αφότου («ἐπεί τε παρέλαβον τὸν θρόνον», Ηρόδ.)
3. με υποτ. και το αν ἡ το κε(ν) α) γίνεται επήν(-άν)
αφότου, όταν («τέκνα ἄξομεν ἐν νήεσσιν, ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν», Ομ. Ιλ.)
β) δηλώνει πράξη επαναλαμβανόμενη στο παρόν με απόδοση σε ενεστ. χρόνο
όταν, κάθε φορά («τὰ μέν τε πυρός... μένος... δαμνᾷ, ἐπεί κε πρῶτα λίπῃ λεύκ' ὀστέα θυμός», Ομ. Οδ.)
γ) (αναφέρεται σε μεταγενέστερο χρόνο) αφότου («δέκα ἡμερῶν ἐπειδὰν δόξῃ» — μέσα σε δέκα ημέρες μετά την απόφαση)
4. με ευκτ. χωρίς αν α) αναφέρεται σε μελλοντικό χρόνο («ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι,... ὁρᾱν οὐδ' ἄν ἕν δύνασθαι», Πλάτ.)
β) στον πλάγ. λόγο μετά από παρωχημένο χρόνο, οπότε αντιστοιχεί με υποτ. στον ευθύ («αὐτὸς δὲ ἐπεὶ διαβοίης, ἀπιέναι ἔφησθα», Ξεν.)
γ) εξαρτάται από ευκτ. σε τελικ. πρότ. («ἐπορεύοντο, ὅπως, ἐπειδή γένοιντο ἐπὶ τῷ ποταμῷ... ἴοιεν», Θουκ.)
δ) με αφομοίωση προς την ευκτ. της κύριας πρότασης («ὅς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητήρι μιγείη», Ομ. Οδ.)
5. συντάσσεται με απρφ. στον πλάγ. λόγο («ἐπεὶ οἱ γενομένους τοὺς παῑδας ἀνδρωθῆναι», Ηρόδ.)
6. (αιτιολ.) γιατί αλλιώς («ἐπεὶ ὑμεῖς γε, εἰ μὴ ἐγὼ προφυλάττοιμι ὑμᾱς, οὐδ' ἄν νέμεσθαι δύναισθε», Ξεν.)
7. (σε ελλειπτικές φράσεις) αν και («ἀδύνατός [εἰμι], ἐπει ἐβουλόμην ἄν οἷός τ' εἶναι» — είμαι ανίκανος αν και επιθυμούσα να είχα την ικανότητα, Πλάτ.)
8. φρ. α) «ἐπεὶ τάχιστα» — αμέσως μόλις
β) «ἐπεὶ ἄρα, έπεὶ ἂρ δή» — αφού λοιπόν
γ) «ἐπεὶ γε» — αφού πραγματικά
δ) «ἐπεί γε δή» — αφού τέλος πάντων
ε) «ἐπεί ἦ» — επειδή πραγματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επεί].