καταιθύσσω
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
A wave or float down, πλόκαμοι… νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.
German (Pape)
[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.
French (Bailly abrégé)
faire briller, illuminer.
Étymologie: κατά, αἰθύσσω.
English (Slater)
καταιθύσσω
a fall in waves down c. acc. πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (P. 4.83)
b shed over c. acc. & dat. Κάστορος. εὐδίαν ὃς μετὰ χειμερίαν ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.11)
Greek Monolingual
καταιθύσσω (Α)
1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα-δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.)
2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» — ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»].
Greek Monotonic
καταιθύσσω: μέλ. -ξω, κυματίζω ή επιπλέω προς τα κάτω, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον, σε Πίνδ.· Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν, ο Κάστορας ρίχνει την λάμψη του στο παραγώνι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καταιθύσσω: (сверху) бросать свет, освещать, озарять (τι Pind.): πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίτυσσον Pind. блистающей волной кудри покрывали всю спину.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αιθύσσω neergolven op, met acc.. Pind.
Middle Liddell
fut. ξω
to wave or float adown, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον Pind.; Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν Castor sheds his lustre down upon the hearth, Pind.