κυριακός

From LSJ
Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡριακός Medium diacritics: κυριακός Low diacritics: κυριακός Capitals: ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: kyriakós Transliteration B: kyriakos Transliteration C: kyriakos Beta Code: kuriako/s

English (LSJ)

ή, όν, (κύριος) A of or for an owner or master, Stud.Pal.22.177.18 (ii A.D.); but usu. of the Roman Emperor, ὁ κ. φίσκος the fiscus, CIG2827 (Aphrod.), Supp.Epigr.2.567 (Caria (?)); κ. ψῆφοι, λόγος, OGI669.13, 18 (Egypt, i A.D.); κ. χρῆμα POxy.474.41 (ii A.D.). II esp. belonging to the Lord (Christ): K. δεῖπνον the Lord's Supper, 1 Ep.Cor.11.20; ἡ K. ἡμέρα the Lord's day, Apoc.1.10; τὸ Κυριακόν (sc. δῶμα) the Lord's house, Edict.Maximiniap.Eus.PE9.10. III Subst. κυριακός, , spirit invoked in magic, PMag.Par.1.916.

German (Pape)

[Seite 1536] dem Herrn gehörig, ihn betreffend; bes. bei K. S.; κυριακὴ ἡμέρα, der Tag des Herrn, Sonntag; τὸ κυριακὸν δεῖπνον, auch ohne dieses subst., das heilige Abendmahl; τὸ κυριακόν auch = das Haus des Herrn, der Tempel, die Kirche.

Greek (Liddell-Scott)

κῡριακός: -ή, -όν, (κύριος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύριον ἢ δεσπότην, ὁ κ. φίσκος, τὸ ἰδιαίτερον ταμεῖον τοῦ αὐτοκράτορος, κυρίως, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ΚΥΡΙΟΝ (ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ)· Κ. δεῖπνον, ἡ λεγόμενη εὐχαριστία, Α΄, Ἐπ. π. Κορ. ια΄, 20· ― ἡ κυριακὴ ἡμέρα, dies Dominica, Ἀποκάλ. α΄, 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 9452· τὸ κυριακὸν (ἐξυπ. δῶμα), ἡ ἐκκλησία, πρῶτον ἐν Διατάγ. Μαξιμίνου παρ’ Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 10, Συνόδ. Κανόν. Λαοδ. 28, Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 5, 2· ἴδε Suicer. (Συνήθως νομίζεται ὅτι ἐκ ταύτης τῆς λέξεως παράγονται αἱ Τευτονικαὶ λ. kirk, kircne, church· ἀλλὰ πῶς οἱ βόρειοι λαοὶ παρέλαβον τὴν Ἑλληνικὴν ταύτην λέξιν μᾶλλον ἢ τὸ Ρωμαϊκὸν ὄνομα ecclesia, δὲν ἔχει ἐξηγηθῆ ἐπαρκῶς.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le Seigneur, le Christ ; ἡ Κυριακή (ἡμέρα) le jour du Seigneur, le dimanche.
Étymologie: κύριος.

Spanish

señor

English (Strong)

from κύριος; belonging to the Lord (Jehovah or Jesus): Lord's.

English (Thayer)

κυριακῇ, κυριακόν, a Biblical and ecclesiastical word (cf. Winer s Grammar, § 34,3and Sophocles Lexicon, under the word), of or belonging to the Lord;
1. equivalent to the genitive of the author τοῦ κυρίου, thus κυριακόν ἐιπνον, the supper instituted by the Lord, λόγια κυριακα, the Lord's sayings, Papias quoted in Eus. h. e. 3,39, 1.
2. relating to the Lord, ἡ κυριακῇ ἡμέρα, the day devoted to the Lord, sacred to the memory of Christ's resurrection, κυριακῇ κυρίου, Teaching 14,1 [ET] (where see Harnack); cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Lord's Day; Lightfoot Ignatius ad Magn. [ET], p. 129; Müller on the Epistle of Barnabas 15,9 [ET]); γραφαί κυριακαι the writings concerning the Lord, i. e. the Gospels, Clement of Alexandria, others (Cf. Sophocles' Lexicon, under the word.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυριακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύριο, στον Θεό (α. «κυριακή προσευχή» β. «κυριακός οίκος» — η Εκκλησία
γ. «κυριακός δείπνος» — η θεία μετάληψη
δ. «κυριακή ημέρα» — η Κυριακή)
2. (το ουσ. ως κύριο όν.) το Κυριακό(ν)
(ενν. δώμα)
ο ναός, η εκκλησία
3. το ουδ. ως ουσ. το κυριακοδρόμιο(ν)
νεοελλ.
αυτός πού αναφέρεται στην ημέρα Κυριακή ή γίνεται ή λειτουργεί την Κυριακή («κυριακή αργία»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κύριο ή δεσπότη
2. το αρσ. ως ουσ.κυριακός
πνεύμα το οποίο επικαλούνταν κατά τις μαγείες.
επίρρ...
κυριακῶς (Μ)
κατά τον τρόπο του Κυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κυρι-ακός < κύριος (πρβλ. ηλι-ακός < ήλιος)].

Greek Monotonic

κῡριακός: -ή, -όν (κύριος), αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στον κύριο ή αφέντη· ιδίως, αυτός που ανήκει στο Κύριο (δηλ. στον Ιησού Χριστό)· Κ. δεῖπνον, το δείπνο του Κυρίου, ἡ Κυριακὴ ἡμέρα, ἡ μέρα του Κυρίου, dies Dominica, σε Καινή Διαθήκη (υποτίθεται πως ήταν το αρχικό του Τευτονικού kirk, kirche, εκκλησία· αλλά πως αυτό το ελληνικό όνομα υιοθετήθηκε από τα βορειότερα έθνη, περισσότερο απ' ότι το Ρωμαϊκό όνομα ecclesia, δεν έχει εξηγηθεί ικανοποιητικά).

Russian (Dvoretsky)

κῡριακός: господний, господень (δεῖπνον NT): ἡ κυριακὴ ἡμέρα NT день господень, т. е. воскресенье.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυριακός -ή -όν [κύριος] christ. van de Heer:. ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ op de dag van de Heer NT Apoc. 1.10; κυριακὸν δεῖπνον maaltijd van de Heer NT 1 Cor. 11.20.

Middle Liddell

κῡριακός, ή, όν κύριος
of or for a lord or master: esp. belonging to the Lord (Christ); Κ. δεῖπνον the Lord's Supper, ἡ κυριακὴ ἡμέρα the LORD'S day, dies Dominica, NTest. (Assumed to be original of the Teutonic kirk, kirche, church; but how this Greek name came to be adopted by the Northern nations, rather than the Roman name ecclesia, has not been satisfactorily explained.)

Chinese

原文音譯:kuriakÒj 去里阿可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:認可的
字義溯源:屬於主的,至尊的,主日,主的,主;源自(κύριος)=主,主宰);而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)
出現次數:總共(2);林前(1);啓(1)
譯字彙編
1) 主(1) 啓1:10;
2) 主的(1) 林前11:20