προβλήτα

From LSJ
Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source

Greek Monolingual

η / προβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α
νεοελλ.
1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή της ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος
2. φρ. «πλωτή προβλήτα»
ναυτ. πλωτή κατασκευή κατάλληλη για το πλεύρισμα και τη φόρτωση τών πλοίων, που εξυπηρετεί κυρίως τις φορτώσεις πετρελαίων σε περιοχές όπου καταλήγουν πετρελαιαγωγοί και οι οποίες δεν προσφέρονται για προσέγγιση
μσν.-αρχ.
επιθετικός προσδιορισμός για καθετί που προεξέχει, όπως λ.χ. η γενειάδα, τα φρύδια κ.ά. («προβλὴς γενειάς», Νόνν.)
αρχ.
1. ως επίθ. ο τοποθετημένος μπροστά, αυτός που προεκτείνεται, που προεξέχει («προβλῆτι σκοπέλῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ως ουσ. φυσική προεκβολή ξηράς που εισχωρεί σε θάλασσα, ακρωτήριο («τον γε (ποταμὸν) εἴργουσιν προβλῆτες», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βλής (< βλής < θ. βλη-, πρβλ. ἐβλή-θην παθ. αόρ. του βάλλω), πρβλ. καταβλής. Ο νεοελλ. τ. προβλήτα < προβλής, -ῆτος, κατά τα θηλ. σε -α].