ἰατρικός

From LSJ
Revision as of 13:58, 17 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῑ̓ᾱτρικός Medium diacritics: ἰατρικός Low diacritics: ιατρικός Capitals: ΙΑΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: iatrikós Transliteration B: iatrikos Transliteration C: iatrikos Beta Code: i)atriko/s

English (LSJ)

Ion. ἰητρικός, ἰατρική, ἰατρικόν,
A of or for an ἰατρός, καρκίνος IG22.47.16 (iv B.C.): ἰατρικόν (sc. τέλος), τό, tax for maintenance of doctor, SIG437 (Delph., iii B.C.), PSI4.371,388 (iii B.C.); so perhaps τὰ ἰατρικά PCair.Zen.36.4, 13 (iii B.C.); but ἰατρικόν, τό, Milit., medical corps, Arr.Tact.2.1: ἡ ἰατρική (sc. τέχνη), surgery, medicine, Hdt.2.84, 3.129, Hp.VM1, Pl.Grg.478b, Epicur.Fr.221, etc. Adv. ἰατρικῶς = in medical terms, ἐκφέρεσθαι Phld. Po.5.29, etc.
II skilled in the medical art, Pl.R.455e, etc.; ἰατρικὸς ἐκ τῶν συγγραμμάτων γίνεσθαι by rule, Arist.EN1181b2, etc.: Comp. ἰατρικώτερος ib.1097a10; ἰατρικώτερον τῶν ἰατρικῶν Phld.Mus.p.6 K.: Sup. ἰατρικώτατος Pl.Smp.186d, Gal.Protr.10. Adv. ἰατρικῶς Alex.124.13, etc.
2 metaph., ἐὰν μή τις τύχῃ περὶ τὴν ψυχήν αὖ ἰατρικὸς ὤν = unless one happens to have a doctor's knowledge about the soul Pl.Prt.313e.
3 of drugs, efficacious, φάρμακα Hp.Ep.16 (Sup.).
III ἰατρικός (sc. δάκτυλος), ὁ, forefinger, PLond.1821.300.

German (Pape)

[Seite 1234] ion. ἰητρικός, den Arzt betreffend; Hippocr.; λόγοι Plat. Rep. X, 599 c; in der Arzneikunde erfahren, ibd., περὶ τὴν ψυχήν Prot. 313 e; γυνὴ ἰατρική Rep. V, 455 e; – ἡ ἰατρική, sc. τέχνη, Arzneikunst, Gorg. 449 e u. öfter; ἡ ἰητρική Her. 2, 84. 3, 129; – φάρμακα, heilend, Plat. Crat. 405 a; – superl. ἰατρικώτατος, Conv. 186 d. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτρικός: Ἰων. ἰητρ-, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἰατρόν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279, κλ. ― ἡ ἰατρική (δηλ. τέχνη), ὡς παρ᾿ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 84., 3. 129, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, Πλάτ., Πολυδ. Δ΄, 177, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 13. ΙΙ. ἔμπειρος ἐν τῇ ἰατρικῇ ἐπιστήμῃ, Πλάτ. Πολ. 455Ε, κλ.· ἰ. γίνεσθαι ἐκ τῶν συγγραμμάτων, δηλ. κατὰ κανόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κλ. ― Συγκρ. -ώτερος, αὐτόθι 1. 6, 16. 2) μεταφ., ἰ. περὶ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πρωτ. 312Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les médecins ou la médecine ; ἡ ἰατρική (τέχνη), l’art de guérir, la médecine;
2 propre ou habile à guérir;
Cp. ἰατρικώτερος, Sp. ἰατρικώτατος.
Étymologie: ἰατρός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἰατρικός, -ή, -όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) ιατρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική
η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση της υγείας και τη θεραπεία τών νόσων
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ιατρικό
το γιατρικό, φάρμακο που θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο
2. φρ. «ιατρικό συμβούλιο» — συμβούλιο ιατρών που συγκαλείται σε περιπτώσεις σοβαρής κατάστασης ενός ασθενούς, επικίνδυνης εξέλιξης της νόσου ή δυσχερούς διάγνωσής της
αρχ.
1. ο έμπειρος στην ιατρική επιστήμη («γυνὴ ὶατρική», Πλάτ.)
2. αυτός που μπορεί να θεραπεύσει, να απαλλάξει από κάτι («περὶ τὴν ψυχὴν... ἰατρικὸς ὤν», Πλάτ.)
3. (για φάρμακο) ο κατάλληλος για θεραπεία
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰατρικόν
α) φόρος για τη συντήρηση τών γιατρών
β) το σύνολο τών γιατρών, το ιατρικό σώμα
5. το αρσ. ως ουσ.ἰατρικός (ενν. δάκτυλος)
ο δείκτης.
επίρρ...
ιατρικώς και -ά (Α ἰατρικῶς)
νεοελλ.
από ιατρική άποψη
αρχ.
1. με ιατρικούς όρους («ἰατρικῶς ἐκφέρεσθαι», Φιλόδ.)
2. με εμπειρία στην ιατρική.

Greek Monotonic

ἰᾱτρικός: Ιων. ἰητρικός, -ή, -όν (ἰατρός
I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στον γιατρό· ἡ ἰατρική (ενν. τέχνη), ιατρική (ως επιστήμη), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. έμπειρος στην ιατρική επιστήμη, σε Πλάτ.· μεταφ., ἰατρικὸς περὶ τὴν ψυχήν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱτρικός: (ῑᾱ)
1) врачебный, лечебный (τὰ ὄργανα Plat.; τέχνη Arst.; σμιλίον Plut.);
2) касающийся врачевания, (λόγοι Plat.; νόμος Plut.);
3) сведущий в искусстве врачевания, умеющий лечить (γυνή Plat.; Ἀχιλλεύς Plut.): ἰ. περὶ τὴν ψυχήν Plat. умеющий исцелять душевные недуги;
4) целительный, целебный (φάρμακα Plat.; βοτάναι, δύναμις Arst.).

Middle Liddell

ἰατρός
I. of or for a surgeon: — ἡ -κή (sc. τέχνἠ, surgery, medicine, Hdt., Plat., etc.
II. skilled in the medical art, Plat.: metaph., ἰ. περὶ τὴν ψυχήν Plat.