ἀνοψία
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ,
A want of fish (ὄψον) to eat with bread, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8; ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237f.
II Ion. ἀνοψίη, ἡ, = τὸ μὴ βλέπειν, Hsch. (ἀνοψοφίην cod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοψία: ἡ, ἔλλειψις ὄψου, δηλ. ὀψαρίου, καθότι ὁ ἰχθὺς ἦτο συνηθέστατον προσφάγιον, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν πάνυ Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1.8· ἀποφέρειν τὴν ἀνοψίαν Πλούτ. 2. 237F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de poissons.
Étymologie: ἄνοψος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de víveres ἔφερόν τε δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8, ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237e.
Greek Monolingual
(I)
ἀνοψία, η (Α) όψον
έλλειψη ψαριών για προσφάγι.
(II)
η (Α ιων. ἀνοψίη)
η ανικανότητα όρασης, τυφλότητα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοψία: ἡ отсутствие кушаний к хлебу, преимущ. рыбы, т. е. простая пища, сухой хлеб Plut.