είλω

From LSJ
Revision as of 14:55, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

εἴλω και εἰλῶ (-έω) και ἴλλω (Α)
1. περικλείω, πιέζω
2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.)
3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος)
4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια)
5. (για άνθρωπο ή ζώο) συστέλλω, μαζεύω το σώμα, ζαρώνω
6. μαζεύω, συγκεντρώνω
7. γυρίζω γύρω γύρω, περιφέρομαι
8. περιτυλίσσω σφιχτά («τὴν μηλωτὴν εἰλήσας», ΠΔ)
9. δένω γερά («δεσμοῖς ἰλλόμενος»)
10. είμαι συνηθισμένος, οικείος («τῶν δ' ἐν ποσὶ μᾶλλον εἰλευμένων τοῖσι ἀνθρώποισι», Ηρόδ.)
11. χτυπώ, πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ειλώ με σημασία «πιέζω» ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wel- «πιέζω, ωθώ, εγκλείω». Ο ενεστωτικός τ. ειλέω (< Fελνέω) συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «απελλείν
αποκλείειν», όπου το διπλό λ θα ερμηνευόταν ως αιολισμός. Οι παράλληλοι ρηματικοί τύποι είλλω (< ε- Fέλνω με προθηματικό φωνήεν ε) και ίλλω (< -Fλω) οφείλονται σε σύγχυση με τους αντίστοιχους τύπους είλλω, ίλλω που συνδέονται με το ειλώ με σημασία «στρέφω». Από το μεγάλο πλήθος ΙΕ λέξεων που ανάγονται στην ίδια ΙΕ ρίζα wel- μόνο μερικοί βαλτοσλαβικοί τύποι θα ήταν δυνατόν να συνδεθούν με τους ελληνικούς (πρβλ. ρωσ. zaval «φραγμός, πύλη» που αντιστοιχεί σε ελλ. τ. Fήλημα, αρχ. σλαβ. velĭmi «πολύ», λιθ. veliu, velti «πατώ». Με τη σημασία «στρέφω, περιτυλίσσω» το ειλώ < Fελ-νέω, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. ειλύω), με την οποία άλλωστε συνδέονται και άλλοι τύποι (πρβλ. έλιξ, έλμις, πιθ. ελάνη, ευλή, όλμος, ούλος). Ο παράλληλος αναδιπλασιασμένος ενεστωτικός τ. ίλλω (< (F)ι-Fλω) αποδόθηκε στη γραφή και ως είλω, είλλω. Οι τύποι ειλέω, είλλω, ίλλω, με τη σημασία «στρέφω», συμπίπτουν μορφολογικά με τα ειλέω, είλλω, ίλλω που σημαίνουν «ωθώ, σπρώχνω» έτσι ώστε να εμφανίζεται και κάποιος εννοιολογικός συσχετισμός.
ΠΑΡ. είλημα
αρχ.
ειληδόν, είλησις, είλιγγος, είλιγξ
(αρχ.- μσν.) ειλητάριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό, -ειλώ) αρχ. διειλώ, ενειλώ, εξειλώ, επειλώ, κατειλώ, παρειλώ, περιειλώ. (Β' συνθετικό, -ίλλω) αρχ. ενίλλω, κατίλλω, παρίλλω, περίλλω].