Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσηγύ

From LSJ
Revision as of 10:24, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Sophocles, Antigone, 883
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσηγύ Medium diacritics: μεσηγύ Low diacritics: μεσηγύ Capitals: ΜΕΣΗΓΥ
Transliteration A: mesēgý Transliteration B: mesēgy Transliteration C: mesigy Beta Code: meshgu/

English (LSJ)

Ep. μεσσηγύ, before a vowel or metri gr. μεσσηγύς—all in Hom.; μεσηγύς only in Orph.Fr.94: Adv., I of Space, 1 abs., in the middle, between, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς 11.23.521, cf. 11.573; μηδέ τι μεσσηγύς γε… πάθῃσι in mid-voyage, Od.7.195. 2 more freq. c. gen., between, ὤμων μ. 11.8.259; στηθέων Theoc.25.237; Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν 11.9.549; μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ 5.769; μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Od.4.845; μ. κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος Hes.Sc.417; μ. θέρεός τε καὶ ὑετίου κρυστάλλου Eratosth.16.16. II of time, meanwhile, Aret.CA1.10; μεσηγὺ τούτου τοῦ χρόνου Hp. Fract.8. III as substantive, τὸ μεσηγύ the part between, h.Ap.108, Thgn.553; τὸ μ. τῶν ὠμοπλατέων Hp.Art.16; ἤματος τὸ μεσηγύ noon, Theoc.25.216. IV of quality, Orph. l.c. [ῠ exc. Od.4.845 μεσσηγὺς Ἰθάκης τε…]

German (Pape)

[Seite 137] ep. auch μεσσηγύ, vor einem Vokal und um Position zu machen μεσηγύς u. μεσσηγύς, = μέσος, inder Mitte, mitten; – a) vom Raume; absolut, Il. 11, 573. 20, 370. 23, 521; – c. gen., in der Mitte von, zwischen, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν, ὤμων μεσσηγύς Il. 8, 258, Κουρήτων τε μεσηγὺ καὶ Αἰτωλῶν 9, 545, öfter; auch Hes. Sc. 417. – b) von der Zeit, inzwischen, unterdessen, μηδέ τι μεσσηγύς γε κακὸν καὶ πῆμα πάθῃσι Od. 7, 195; Ap. Rh. 2, 307. 3, 665. – c) substantivisch, τὸ μεσσηγύ, das Zwischenliegende, der Zwischenraum; H. h. Ap. 108; τὸ μεσσ. ἤματος, die Mitte oder Hälfte des Tages, Theocr. 25, 216, vgl. 237. [Das an sich kurze υ ist in μεσσηγύς in der Vershebung Od. 4, 845 lang gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

μεσηγύ: Ἐπικ. μεσσηγύ, πρὸ φωνήεντος ἢ χάριν τοῦ μέτρου μεσσηγύς, - ἅπαντα παρ’ Ὁμ.: μεσηγὺς μόνον ἐν Ὀρφ. Ἀποσπάσμ. 19· Ι. Ἐπίρρ. τόπου, 1) ἀπολ., ἐν τῷ μέσῳ, μεταξύ, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521, πρβλ. Λ. 573· οὕτω, τὸ μεσηγὺ Θέογν. 553. 2) συνηθέστερον μετὰ γεν., μεταξύ, «ἀνάμεσα», ὤμων μ. Ἰλ. Θ. 259· Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν Ι. 549· μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Ε. 769· μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 845· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 417. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ μεταξύ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., μηδέ τι μεσσηγύς γε... πάθῃσιν Ὀδ. Η. 195. 2) μεσηγὺ τούτου χρόνου Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ μεσηγύ, τὸ ἐν μέσῳ μέρος, τὸ μεταξύ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 108, Ἱππ. 792G· τὸ μεσηγὺ ἥματος, τὸ μέσον τῆς ἡμέρας, ἡ μεσημβρία, μεσημέρι, Θεόκρ. 25. 216, πρβλ. 237. IV. ἐπὶ ποιότητος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 19. 12. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἱπποκρ. [ῠ πλὴν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Δ. 845, μεσσηγὺς Ἰθάκης τε...]

French (Bailly abrégé)

épq. μεσσηγύ ou μεσηγύς ou μεσσηγύς;
adv. et prép.
1 avec idée de lieu au milieu, avec un gén. au milieu de;
2 avec idée de temps dans l’intervalle, en attendant ; adv. • τὸ μεσηγύ pendant l’intervalle de temps.
Étymologie: μέσος, -ηγυς, p. -ηκυς.

Greek Monolingual

μεσηγύ και επικ. τ. μεσσηγύ και μεσσηγύς και μεσηγύς (Α)
επίρρ.
1. στο μέσο, καταμεσίς («οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.)
2. χρον. εν τω μεταξύ
3. μεταξύ, ανάμεσα (ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.)
4. (ως ουδ. ουσ. τὸ μεσηγύ
το μέρος που βρίσκεται στο μέσο, το ενδιάμεσο
5. ως επίθ. (για ποιότητα) μέτριοςοὔτε τι λίην ψυχρός... oὔτ' ἔμπυρος, ἀλλὰ μεσηγύς», Ορφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που θυμίζει το επίρρ. ἐγγύς, στην επίδραση του οποίου οφείλεται πιθ. το τελικό -ς του μεσηγύς. Άγνωστη παραμένει η προέλευση του β' συνθετικού, ενώ το α' συνθετικό ανάγεται στο επίθ. μέσος.

Greek Monotonic

μεσηγύ: (μέσος), Επικ. μεσσηγύ, Επικ. επίσης μεσσηγύς, επίρρ.:
I. 1. του τόπου, απόλ., στη μέση, ανάμεσα, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., ανάμεσα σε, μεταξύ δύο, μεσηγὺ γαίης τε καὶ οὐρανοῦ, στο ίδ. κ.λπ.
3. του χρόνου, στο μεταξύ, στο χρονικό διάστημα ανάμεσα, σε Ομήρ. Οδ. ΙI. ως ουσ., τὸ μεσηγύ, ο ενδιάμεσος (τόπος ή χρόνος), σε Ομηρ. Ύμν.· τὸμεσηγὺ ἤματος, το μεσημέρι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μεσηγύ: (ς), эп. μεσσηγύ(ς) (ῠ) adv.
1) посреди, в середине, в промежутке (οὐδέ τι πολλὴ χώρη μ. Hom.): τὸ μὲν (ἔπος) τελέει, τὸ δὲ καὶ μ. κολούσει Hom. (Ахилл) одну речь закончит, а другую оборвет посредине;
2) тем временем: μηδέ τι μ. γε κακὸν πάθῃσι Hom. чтобы (Одиссей) за это время не потерпел какого-л. несчастья.
(ς), эп. μεσσηγύ(ς) (ῠ, редко ῡ) praep. cum gen. (по)среди, между (ὤμων, γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Hom.).
I эп. μεσσηγύ τό indecl.
1) промежуток, пространство (τὸ πᾶν μ. HH);
2) середина: τὸ μ. ἤματος Theocr. полдень.

Middle Liddell

μέσος
adverb
I. of Space, absol. in the middle, between, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς Il.
2. c. gen. between, betwixt, μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Il., etc.
3. of time, meanwhile, meantime, Od.
II. as substantive, τὸ μεσηγύ the part between, Hhymn.; τὸ μεσηγὺ ἤματος mid-day, Theocr.