πλῆκτρον

From LSJ
Revision as of 12:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῆκτρον Medium diacritics: πλῆκτρον Low diacritics: πλήκτρον Capitals: ΠΛΗΚΤΡΟΝ
Transliteration A: plē̂ktron Transliteration B: plēktron Transliteration C: pliktron Beta Code: plh=ktron

English (LSJ)

Dor. πλᾶκτρον, τό, A anything to strike with: 1 instrument for striking the lyre, plectrum, χρυσέου ὑπὸ π. h.Ap.185, cf. h.Merc.53, Pi.N.5.24, E.HF351 (lyr.); κεράτινα π. Pl. Lg.795a; π… ξύλινον IG22.1388.80; κρούειν τῷ π. Pl.Ly.209b; π. ἐς λύρην ῥάψαι Herod.6.51; πλήκτρῳ… πληγῶν γιγνομένων Pl.R.531 b. 2 spear-point, δορὸς διχόστομον π. S.Fr.152 (lyr.); πλῆκτρον διόβολον, διόβολον πλῆκτρον, of lightning, E.Alc.129 (lyr.); a bee's sting, Jul.Or.2.90a. 3 cock's spur, Ar.Av.759, 1365, Arist.HA504b7, PA694a13; also, spur of crayfish, ὥσπερ π. Id.HA526a5; an analogous bone of the ankle, ib.516b2; part of the thigh-joint, Poll.2.185, Hsch. 4 = πηδάλιον, Hdt.1.194, S.Fr.143. 5 goad, E.Rh.766. 6 = γλῶσσα, Poll. 2.104.

German (Pape)

[Seite 633] τό, Alles, womit man schlägt; insbes. das Instrument, mit welchem der Citherspieler die Saiten schlägt, von Gold oder Elfenbein; H. h. Apoll. 185; Pind. N, 5, 24; κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ χρυσέῳ, Eur. Herc. F. 351; Anacr. 59, 5; κρούειν τῷ πλήκτρῳ, Plat. Lys. 209 b, u. öfter. – Bei Soph. frg. 164 auch die Lanzenspitze, u. übh. jedes Werkzeug zum Schlagen, Verwunden, διόβολον, der Blitz, Eur. Alc. 127; auch die Peitsche. – Eine Ruderstange, Her. 1, 194. – Bei Arist. H. A. 2, 12 der Hahnensporn; vgl. Ar. Av. 759. 1365.

Greek (Liddell-Scott)

πλῆκτρον: Δωρ. πλᾶκτρον, τό, (πλήσσω) τὸ δι’ οὗ πλήττει τίς τι· 1) ὄργανον δι’ οὗ ἔκρουον τὰς χορδὰς τῆς λύρας, ἐκ χρυσοῦ ἢ ἐλέφαντος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 185, Πινδ. Ν. 5. 43, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 351· πλ. κεράτινα Πλάτ. Νόμ. 795Α· π. ξύλινον Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 29· κρούειν τῷ πλ. Πλάτ. Λῦσ. 209Β· πλήκτρῳ… πληγῶν γιγνομένων ὁ αὐτ. ἐν 531Α. 2) αἰχμὴ δόρατος, Σοφ. Ἀποσπ. 164· π. διόβολον, ἐπὶ ἀστραπῆς ἢ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἄλκ. 125· ἐπὶ τοῦ κέντρου μελίσσης, Ἰουλιαν. 90Α. 3) τοῦ ἀλεκτρυόνος τὸ πρὸς πλῆξιν χρήσιμον ἐπὶ τοῦ ποδὸς κέντρον, Λατ. calcar, Ἀριστοφ. Ὄρν. 759, 1365, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 20, κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως ἀνάλογόν τι ὀστοῦν ἐπὶ τῶν σφυρῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7. 4) κώπη, Ἡρόδ. 1. 194, Σοφ. Ἀποσπ. 151.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
objet pour frapper :
1 plectre, sorte d'archet d'instrument à cordes;
2 éperon de coq, ergot;
3 trait de foudre;
4 sorte de rame, pagaie.
Étymologie: πλήσσω.

Spanish

plectro

Greek Monotonic

πλῆκτρον: Δωρ. πλᾶκτρον, τό (πλήσσω), αυτό με το οποίο κάποιος χτυπά,
1. όργανο με το οποίο κρούει κάποιος τις χορδές της λύρας, πλήκτρο, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. κ.λπ.
2. αιχμή δόρατος, πλῆκτρον διόβολον, λέγεται για την αστραπή, σε Ευρ.
3. κεντρικό νύχι του πετεινού, Λατ. calcar, σε Αριστοφ.
4. κουπί ή κώπη, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πλῆκτρον: дор. πλᾶκτρον τό
1) муз. плектр (палочка, которой ударяли по струнам): κιθάραν πλήκτρῳ ἐλαύνειν Eur. бряцать на кифаре плектром;
2) удар (πυρὸς κεραυνίου Eur.);
3) острый выступ, шпора (τῶν ὀρνίθων Arph., Arst.);
4) острие копья Soph.;
5) весло с широкой лопастью, гребок Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλῆκτρον -ου, τό [πλήττω] instrument om mee te slaan plectrum (waarmee men de lier aanslaat). roeiriem. Hdt. 1.194.3. punt (van een speer); overdr.. πλῆκτρον πυρὸς κεραυνίου bliksemschicht Eur. Alc. 129. anat. spoor (van een haan):. αἶρε πλῆκτρον, εἰ μαχεῖ til je spoor op, als je wilt vechten Aristoph. Av. 759.

Middle Liddell

πλῆκτρον, δοριξ πλᾶκτρον, ου, τό, πλήσσω
anything to strike with:
1. an instrument for striking the lyre, plectrum, Hhymn., Eur., etc.
2. a spear point, π. διόβολον, of lighting, Eur.
3. a cock's spur, Lat. calcar, Ar.
4. an oar or paddle, Hdt.