Λ λ

From LSJ
Revision as of 09:57, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λ Medium diacritics: λ Low diacritics: λ Capitals: Λ
Transliteration A: l Transliteration B: l Transliteration C: l Beta Code: l

English (LSJ)

λάμβδα, or better λάβδα (v. sub voc.), τό, indecl., twelfth (later eleventh) letter of the Gr. alphabet: as numeral λ = 30, but λ' = 30,000.

German (Pape)

[Seite 1] auch λάβδα (s. unten), elfter Buchstabe des griechischen Alphabets, als Zahlzeichen λ' = 30, λ = 30000. Es tritt im Attischen zuweilen statt ν ein, λίτρον, πλεύμων für νίτρον, πνεύμων, Greg. Cor. 147 u. Lob. zu Phryn. 305, wie bei den Doriern es mit ν vertauscht wird, βέντιον, φίντατος für βέλτιον u. φίλτατος, Schäf. zu Greg. Cor. 199. 354 u. Valcken. zu Phalar. p. XXIII; wird auch mit ρ vertauscht, γλώσσαλγος u. κεφάλ αλγος wird γλώτταργος, κεφάλαργος, vgl. κλί βανος u. κρίβανος u. s. Lob. Phryn. 179. 652. – Im Anfange des Wortes fällt es zuweilen weg, εἴβω für λείβω (vgl. αἰψηρός u. λαιψηρός, ἀλαλή u. λαλαγή, ἄχνη u. λάχνη), vgl. Greg. C. 446. – Bei den epischen Dichtern wird es nach dem Augment u. in Zusammensetzungen verdoppelt, ἔλλαβε, πολύλλιστος, ἀπολλήξεις. Seltener ist der Wechsel von γ u. λ in μόγις u. μόλις, γήϊον u. λήϊον (?), – von δ u. λ, wie man δασύς u. λάσιος vergleicht, lacryma u. δάκρυον.

Greek (Liddell-Scott)

Λ λ: λ, λάμβδα, ἢ κάλλιον λάβδα (ἴδε ἐν λέξ.), τό, ἄκλιτ., τὸ ἐνδέκατον γράμμα τοῦ Ἑλλ. ἀλφαβήτου· ὡς αριθμητικόν, λ΄= 30, ἀλλὰ ΄λ = 30,000. Ἐκ τοῦ λάβδα, ὡς τοῦ ἰσχυροτάτου τῶν γλωσσοφώνων, ἐσχηματίσθησαν πολλὰ ῥήματα ἐκφράζοντα τὸ ποιεῖν τι διὰ τῆς γλώσσης, ὡς π.χ. λάπτω, Λατ. lambo, λείχω, lingo, ἴδε ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 920, Μαρτιάλ. 12. 59. - Ἡ δὲ ὑπέρμετρος τάσις πρὸς χρῆσιν τοῦ λ ἐσημαίνετο διὰ τῶν λέξεων λαβδακίζω, λαβδακισμός, Κυντιλ. 1. 5, 32· ἀλλ’ αἱ λέξεις αὗται ἐσήμαινον ὡσαύτως καὶ ἰδιάζουσάν τινα προφορὰν τοῦ γράμματος τούτου, ὡς ὅτανγλῶσσα πιέζηται πρὸς τὸν οὐρανίσκον καὶ παράγῃ τὸ διπλοῦν ll τῶν Ἱσπανῶν (π.χ. llamare, σχεδὸν = λ~ιαμάρε), τὸ lh τῶν Πορτογάλλων ἢ τὸ gl τῶν Ἰταλῶν. - Οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔφερον Λ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων αὑτῶν, ὡς οἱ Σικυώνιοι Σ, οἱ Μεσσήνιοι Μ, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 37, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 16. Ι. Ἐν ταῖς Ἰνδοευρωπαϊκαῖς γλώσσαις τὸ γράμμα l συνήθως μένει ἀμετάβλητον· ἀλλὰ τὸ Ἑλλ. λ ἐνίοτε παρίσταται διὰ τοῦ r, ὡς λυκ (ἐν τῷ ἀμφιλύκη, Λατιν. luceo) = Σανσκρ. ruk, roke· λύσσα, rush (ira)· πολύς = Σανσκρ. pur-us· √ϝελ, εἰλύω, πρβλ. Σανσκρ. rêr-mis (sinus)· δολιχός = Σανσκρ. dir-ghas· ὅλος, οὖλος (ὅ ἐστιν ὄλϝος) = Σανσκρ. śarv-as· - ἡ μεταβολὴ αὕτη γίνεται καὶ ἐν αὐτῇ τῇ Ἑλληνικῇ, πρβλ. κλίβανος κρίβανος, γλώσσαλγος γλώσσαργος, ναύκραρος ναύκληρος, ἀλκὴ ἀρκεῖν, καὶ -κόρος (ἐν τῷ νεωκόρος, κτλ.) παραβαλλόμενον πρὸς τὸ θεηκόλος, Λατ. colere· ἴδε ἐν λέξ. αἰπόλος· πρβλ. τὴν τραυλίζουσαν προφορὰν τοῦ Ἀλκιβιάδου ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 45, ὁλᾷς, Θέωλος, κόλαξ ἀντὶ ὁρᾷς, Θέωρος, κόραξ. ΙΙ. Διαλεκτικαὶ καὶ ἄλλαι μεταβολαί· 1) Δωρ. εἰς ν, ὡς, ἦνθον φίντατος ἀντὶ ἦλθον φίλτατος, Schäf. εἰς Γρηγ. 197, 354· ἐν ἄλλαις διαλέκτοις, ἰδίως τῇ Ἀττ. τὸ λ ἐνίοτε κεῖται ἀντὶ τοῦ ν, ὡς, λίτρον πλεύμων ἀντὶ νίτρον πνεύμων, Λοβεκ. Φρύνιχ. 305. 2) τὸ ἐν ἀρχῇ λέξεως λ ἐκπίπτει, μάλιστα ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ, ὡς, εἴβω ἀντὶ λείβω, ἴγδη ἀντὶ λίγδος, Schäf. εἰς Γρηγ. 446· οὕτως, αἰψηρὸς ἀφύσσω ἄχνη ἀντὶ λαιψηρὸς λαφύσσω λάχνη· πρβλ. ὡσαύτως ἀπήνη καὶ λαμπήνη. 3) οἱ Ἐπικ. ποιηταὶ διπλασιάζουσι τὸ λ, χάριν τοῦ μέτρου, μάλιστα μετὰ τὴν αὔξησιν, ὡς ἔλλαβε ἐλλιτάνευε· καὶ ἐν συνθέτοις ὅπου τὸ δεύτερον συνθετικὸν ἄρχεται ἀπὸ λ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι τρίλλιστος ἀπολλήξεις, κτλ.· - καὶ ὁ Ὅμηρος ὅπου ὑπάρχουσι δύο λ, ὅταν τὸ ἀπαιτῇ τὸ μέτρον, ἀποβάλλει τὸ ἕν, ὡς, Ἀχιλεύς. 4) παρ’ Ἀττ. τὸ λ ἐνίοτε γίνεται ρ, ἴδε ἀνωτ. Ι. 5) τὸ δ ἐνίοτε γίνεται λ, πρβλ. Δδ, ΙΙ. 5. 6) γ καὶ λ ἐναλλάσσονται ἐν τοῖς μόγις μόλις. 7) ν πρὸ τοῦ λ κανονικῶς γίνεται λ, ὡς ἐν τοῖς συλλαμβάνω, παλίλλογος, ἐλλείπω, κτλ.

French (Bailly abrégé)

λ, λάμβδα (τό) :
ou qqf λάβδα;
indécl.
lambda :
11ᵉ lettre de l'alphabet;
comme chiffre λʹ = 30 - ͵λ et postér. Λ = 30 000.