ὑδρορρόη
English (LSJ)
ὑδρορρόα, ἡ, but in Att. also ὑδρορρόη acc. to Moer.p.381 P., and so Polyaen.1.37: (ῥοή):—A watercourse, whether on the ground, conduit, sluice, Ar.Ach.922,1186; or on the roof, gutter, spout, Id.V.126; ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος = two streams of black run from the eyes - Fragment 98 from Αἱ Στεφανοπώλιδες "The Garland-Selling Ladies" by the comic playwright Eubulus, 4th cent. BCE. It refers to the facial cosmetics ("black" = mascara) worn by Athenian women: in the summer heat, the black around their eyes or on their eyelashes runs down their cheeks Reference. Eub.98.4. II = ὕδρωψ, AB312. III a hidden rock in the sea, acc. to (the error of) Sch.Ar.Ach.1181.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρορρόα: ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. καὶ ὑδρορρόη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 492· (ῥοή)· - ἀγωγός, ὀχετὸς ὕδατος, ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, αὖλαξ, διῶρυξ, «κανάλι», Ἀριστοφ. Ἀχ. 922, 1186 ἢ ἐπὶ τῆς στέγης, τὸ κοίλωμα πρὸς ὑποδοχὴν τῶν τῆς βροχῆς ὑδάτων καὶ ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἐκρέουσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 126· ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 4. ΙΙ. = ὕδρωψ, Α. Β. 312. ΙΙΙ. «ὕφαλος πέτρα» κατὰ τὴν (πιθανῶς ἡμαρτημένην) ἑρμηνείαν τοῦ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1185.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 canal;
2 gouttière.
Étymologie: ὕδωρ, ῥοή.
Greek Monolingual
η / ὑδρορρόη, ΝΜΑ, και υδρορροή Ν, και δωρ. τ. ὑδρορρόα και πιθ. τ. κατά τον Ησύχ. ὑδρορύα Α
1. κάθε ρείθρο νερού
2. ο κατά μήκος της περιμέτρου της στέγης αγωγός, καθώς και το κατακόρυφο τμήμα του, για τη συγκέντρωση και αποχέτευση ή αποθήκευση τών νερών της βροχής
νεοελλ.
ναυτ. ισχυρή διαμήκης ζώστρα στο τοίχωμα και σε όλο το μήκος του πλοίου, η οποία συνδέει τους νομείς με το κατάστρωμα, κν. επάνω κουρζέτο
αρχ.
διώρυγα, κανάλι
2. πιθ. ύφαλος
3. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ νῦν ὕδρωψ καλούμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ῥοή (<ῥέω)].
Greek Monotonic
ὑδρορρόα: ἡ, αλλά σε Αττ. επίσης -ρόη, αγωγός υδάτων επάνω από το έδαφος, αυλάκι, κανάλι, διώρυγα, σε Αριστοφ.· λέγεται για επάνω στη στέγη, υδρορροή, λούκι, κρουνός νερού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρορρόα: ἡ
1) канал или канава Arph.;
2) сточная труба Arph.
Middle Liddell
ὑδρορρόα, ἡ, but in attic also ὑδρορρόη
a water-course, whether on the ground, a conduit, canal, sluice, Ar.; or on the roof, a gutter, spout, Ar.