εὔλογος
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
ον, A reasonable, sensible, νουθετήματα A.Pers.830; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικεν Pl.R.605e; εὔ. ὀργή Phld.Ir.p.45 W.; εὔλογόν [ἐστι] c. inf., it is reasonable that... Pl.Cra.396b, Arist.Pol.1286b15, etc.; εὐλογώτερόν [ἐστι] Id.EN1102b2: Sup., Id.Cael.286b34. 2 reasonable, fair, πρόφασις Th.3.82, D.18.152, etc.; τὸ εὔλογον = a fair reason, Th. 4.87. 3 probable, c. dat. et inf., Hp.de Arte7 (Comp.), cf. Sphaer.Stoic.1.141, Cic.Att.14.22.2; διὰ σημείων εὐλόγων Phld.Lib.p.30 O.; ἐκ τῶν εὐλόγων = in all probability, Plb.10.44.6, cf. Plu.Them.13; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν to be beyond all probability, Arist.Metaph.1060a18: Comp., Pl.Ep.352a: Sup., Cic.Att.13.6.4. Adv. εὐλόγως Phld.Lib.p.33 O. 4 suitable, conformable, c. dat., Plot.6.5.10. 5 creditable, κατορθώσασι εὔ. [ἐστί] Ar.Ra.736. 6 eloquent, v.l. for ἱκανός, LXX Ex. 4.10, whence Ezek.Exag.113, Ph.2.93, 1.166 (interpr. as reasonable). II Adv. εὐλόγως = reasonably, with good reason, plausibly, A.Th.508, Supp.47 (lyr.), Fr.6, Ar.V.771, Lys.12.7; εὐ. ἄπρακτοι ἀπίασιν Th. 4.61; εὐλόγως φέρειν (Abresch εὐλόφως, q.v.) E.Fr.175; εὐ. ἔχειν Pl. Phd.62d; εὐλόγως φθονεῖν τινι Alex.219.1; τοῖς εὐ. καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Men.48; freq. like εἰκότως, at the close of a sentence, implying assent, Arist.EN1153b15, 1162b6: Comp. εὐλογωτέρως Isoc.6.28; εὐλογώτερον Plb.7.7.7. 2 εὐλόγως τινὰ ἐπιδέξασθαι (v.l. ἐνδόξως) honourably, LXX 1 Ma.12.43.
German (Pape)
[Seite 1078] vernünftig, vernunftgemäß; εὔλογον, sc. ἐστί, mit acc. c. inf., Plat. Crat. 396 b; οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Rep. X, 605 e; νουθετήματα Aesch. Pers. 816; προφάσεις Thuc. 3, 82; Dem. 18, 151, der 45, 14 auch σὔτ' ἐοικότα οὔτ' εὔλογα vrbdt; εὐλόγοις ἀφορμαῖς χρῆσθαι Pol. 4, 4, 9, öfter; τὸ εὔλογον, die Wahrscheinlichkeit, Thuc. 4, 87; Arist.; ἐκ τῶν εὐλόγων, nach aller Wahrscheinlichkeit, Pol. 10, 44, 6; Plut. Them. 13 u. a. Sp., bes. Ausdruck der Akademiker; ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, unwahrscheinlich sein, Arist. Metaph. 10, 2; vgl. Pol. 16, 12, 6. – Adv., Aesch. Suppl. 47. 249 u. öfter; Ar. Vesp. 771 u. A.; εὐλόγως ἔχειν, vernünftig, wahrscheinlich sein, Plat. Phaed. 62 d u. A.; εὐλογωτέρως, Isocr. 6, 28.
Greek (Liddell-Scott)
εὔλογος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν λόγον, λογικός, προσήκων, κατάλληλος, νουθετήματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 830· οὐκ εὐλόγῳ ἔοικε Πλάτ. Πολ. 605Ε· εὔλογον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., εἶναι ὀρθόν, εὔλογον νά…, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλάτ. Κρατ. 396Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12, κ. ἀλλ.· οὕτως, εὐλογώτερόν ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 13, 11, κ. ἀλλ. 2) εὔλογος, δίκαιος, πρόφασις Θουκ. 3. 82, Δημ. 277. 29. κτλ.· τὸ εὔλογον, ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 4. 87· ἐκ τῶν εὐλόγων, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, Πολύβ. 10. 44, 6, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστοκλ. 13· ἐκτὸς τῶν εὐλόγων πίπτειν, ἔξω πάσης πιθανότητος, Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 10. 2, 3. - Συγκρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 352Α· Ὑπέρθ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -γως, ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 508, Ἱκ. 47, Ἀποσπ. 5· εὐλόγως ἄπρακτοι ἀπίασιν Θουκ. 4. 61· εὐλ. φέρειν (εὐλόφως Abresch.), Εὐρ. Ἀποσπ. 175· εὐλ. ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 62D· εὐλ. φθονεῖν τινι Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 3. 1· τοῖς εὐλόγως καὶ τοῖς κακῶς ἔχουσι Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 771· παρ’ Ἀριστ. συχνάκις ὡς τὸ εἰκότως, ἐν τέλει περιόδου ἐκφράζουν πλήρη συναίνεσιν, Ἠθ. Ν. 7. 13, 2., 8. 13, 2, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -ωτέρως, Ἰσοκρ. 121C· -ώτερον, Πολύβ. 7. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fondé en raison, raisonnable, vraisemblable ; τὸ εὔλογον raison plausible, vraisemblance;
Cp. εὐλογώτερος, Sp. εὐλογώτατος.
Étymologie: εὖ, λόγος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔλογος, -ον)
1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.)
2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.)
3. ο ορθός, ο σωστός (α. «είναι εύλογο να πας στον γάμο τους» β. «ηύραν εύλογον να στείλουν πρέσβεις», Καισάρ. Δαπ.)
μσν.
1. κανονικός
2. δίκαιος
μσν.-αρχ.
δικαιολογημένος, δίκαιος («ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος», Θουκ.)
αρχ.
1. αρμόδιος, κατάλληλος
2. αξιέπαινος, επαινετός («καὶ κατορθώσασι γὰρ εὔλογόν (ἐστι)» — διότι και αν επιτύχουν, το πράγμα θα είναι αξιέπαινο, Αριστοφ.)
3. ευφραδής, εύγλωττος («οὐκ εὔλογός εἰμι», ΠΔ)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔλογον
το δίκαιο («προσεῖναι... μοι κατὰ δύο ἀνάγκας τὸ εὔλογον», Θουκ.)
5. φρ. α) εὔλογόν ἐστι» — είναι ορθό να
β) «ἐκ τῶν εὐλόγων» — μεταξύ τών πιθανών, κατά πάσα πιθανότητα.
επίρρ...
ευλόγως και εύλογα (ΑΜ εὐλόγως)
κατά εύλογο τρόπο, πιθανώς
μσν.
δικαιολογημένα
μσν.-αρχ.
με περίσκεψη, λογικά («εὐλόγως ξυνήγαγεν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. με ευλογία, με ευχή
2. εντίμως («εὐλόγως τινὰ ἐπιδέξασθαι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λόγος (< λέγω)].
Greek Monotonic
εὔλογος: -ον,
I. 1. αυτός που έχει ισχυρό λόγο, λογικός, μετρημένος, σε Αισχύλ.· εὔλογόν (ἐστι), με απαρ., είναι φυσικό, λογικό ότι, σε Αριστοφ.
2. εύλογος, δίκαιος, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸεὔλ., εύλογη αιτία, δίκαιος λόγος, στον ίδ.
II. επίρρ. -γως, δικαίως, λογικά, σε Αισχύλ., Θουκ.· εὐλ. ἔχειν, δείχνω λογική, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὔλογος:
1) разумный, основательный, здравый (νουθετήματα Aesch.): εὔλογόν (sc. ἐστι) μεγάλης τινὸς διανοίας ἔκγονον εἶναι τὸν Δία Plat. разумно (предположить), что Зевс есть порождение высшего рассудка;
2) вероятный, правдоподобный, тж. благовидный (πρόφασις Thuc., Dem., Arst., Polyb.).
Middle Liddell
εὔ-λογος, ον
I. having good reason, reasonable, sensible, Aesch.; εὔλογόν [ἐστι], c. inf., it is reasonable that, Ar.
2. reasonable, fair, Thuc., etc.: τὸ εὔλ. a fair reason, Thuc.
II. adv. -γως, with good reason, reasonably, Aesch., Thuc.; εὐλ. ἔχειν to be reasonable, Plat.
English (Woodhouse)
equitable, fair, plausible, reasonable, specious, to be expected
Translations
reasonable
Albanian: arsyeshëm; Arabic: مَعْقُول; Armenian: ողջամիտ; Asturian: razonable; Belarusian: разумны; Bulgarian: разумен, приемлив; Catalan: raonable; Czech: rozumný; Finnish: kunnollinen; French: correct, juste, raisonnable; Galician: razoable, razoábel; German: vernünftig; Greek: δικαιολογημένος, τίμιος, λογικός; Hungarian: észszerű; Irish: réasúnta, ciallmhar; Italian: ragionevole; Latin: modicus; Norman: raisonnabl'ye; Norwegian Bokmål: rimelig, fornuftig; Nynorsk: rimeleg, fornuftig; Occitan: rasonable; Polish: uzasadniony; Portuguese: razoável, sensato; Romanian: rezonabil; Russian: разумный; Scottish Gaelic: reusanta, cothromach; Spanish: razonable; Swedish: rimlig; Turkish: makul