θραῦσις

From LSJ
Revision as of 20:07, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θραῦσις Medium diacritics: θραῦσις Low diacritics: θραύσις Capitals: ΘΡΑΥΣΙΣ
Transliteration A: thraûsis Transliteration B: thrausis Transliteration C: thraysis Beta Code: qrau=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (θραύω) A comminution, opp. κάταξις, Arist.Mete. 386a13, 390b7, Placit.3.3.7, Sor.Fract.12. II slaughter, LXX 2 Ki. 17.9; destruction by plague, ib.24.15, Nu.16.48. III falling off of hair in patches, Gal.19.430. IV = ὀργή, πληγή, σφῦρα ἡ τοὺς βώλους θραύουσα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1217] ἡ, das Zerbrechen, Plut. plac. phil. 3, 3.

Greek Monolingual

θραύση και θράψη, ἡ (ΑΜ θραῦσις) θραύω
1. ο βίαιος χωρισμός τών μορίων σκληρού σώματος, σπάσιμο, σύντριψη
2. (για νόσο ή πόλεμο) εξόντωση, όλεθρος, καταστροφή
νεοελλ.
1. τεχνολ. η λύση της συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε υπέρμετρη καταπόνηση του
2. φρ. «κάνω θραύση» α) προκαλώ μεγάλη καταστροφή
β) επικρατώ πλήρως, θριαμβεύω
αρχ.
η κατά τόπους πτώση τών τριχών της κεφαλής.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de briser.
Étymologie: θραύω.

Greek (Liddell-Scott)

θραῦσις: -εως, ἡ, (θραύω) τὸ θραύειν, τσάκισμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 9., 12, 8, Πλούτ. 2. 893D.

Russian (Dvoretsky)

θραῦσις: εως ἡ ломание, разбивание Arst., Plut.