πρευμένεια
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ἡ, gentleness of temper, graciousness, E.Or.1323.
German (Pape)
[Seite 699] ἡ, Sanftmuth, Huld, Eur. Or. 1323.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienveillance, bonté.
Étymologie: πρευμενής.
Greek (Liddell-Scott)
πρευμένεια: ἡ, πραότης διαθέσεως, ἠπιότης, χάρις, εὐμένεια, Εὐρ. Ὀρ. 1323.
Greek Monolingual
ἡ, Α πρευμενής
πραότητα, ηπιότητα, ευμένεια.
Greek Monotonic
πρευμένεια: ἡ, πραότητα διάθεσης, ηπιότητα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρευμένεια -ας, ἡ [πρευμενής] welwillendheid.
Russian (Dvoretsky)
πρευμένεια: ἡ πρηΰς кротость, нежность Eur.
Middle Liddell
πρευμένεια, ἡ,
gentleness of temper, graciousness, Eur.