συγγενικός

From LSJ
Revision as of 09:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγενικός Medium diacritics: συγγενικός Low diacritics: συγγενικός Capitals: ΣΥΓΓΕΝΙΚΟΣ
Transliteration A: syngenikós Transliteration B: syngenikos Transliteration C: syggenikos Beta Code: suggeniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A congenital or hereditary, of a predisposition to disease, Hp.Epid.3.1ς ́, cf. Plu.Per.22; σ. τρίχες Arist.Pr.878b27 (cf. συγγενής 1); τὸ συγγενικὸν τέλος our congenital end, Nausiph.2, Polystr.Herc.346p.86V., cf. Epicur.Ep.3p.63U. Adv. συγγενικῶς = consistently Id.Ep.1p.24U. II of or for kinsmen, σ. φιλία between kinsfolk, opp. ἑταιρική, Arist.EN1161b12; σ. ἱερωσύναι D.H.2.21; σ. ἀρχιερατικοὶ στέφανοι OGI470.20 (Odemish, i A.D.); τὰ ἀρχῆθεν ὑπάρχοντα ταῖς πόλεσιν πρὸς ἀλλήλας σ. δίκαια IG12(9).4.7 (Carystus, ca. i B.C.); κατὰ τὸ σ. Sammelb.4638.6 (ii B.C.); συγγενικῆς θεᾶς Ἴσιδος Bull.Soc.Alex.5.273 (ii A.D.). Adv. συγγενικῶς = as relatives, like kinsfolk, D.25.89, Polyaen.5.2.8. 2 metaph., kindred, of a common kind, ἔχειν τὴν μορφὴν σ. Arist.HA623b6; τὰ κοινὰ καὶ σ. things common and of our own nature, Alex.30.7; εἴδη πρὸς ἄλληλα σ. Arist.HA531b22. 3 of, belonging to the συγγενεῖς (III), Phan.Hist.11, Arch.Pap.1.220 (Ptolemaic).

German (Pape)

[Seite 961] ή, όν, den Vecwandten. gehörig. ste betreffend, φιλοστοργία, Pol 32, 11. 1; auch adv., συγγενικῶς καὶ φιλανθρώπ ως οἰκεῖτε τὴν πόλιν, Dem. 25, 89. Vgl. συγγένεια.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de parent, qui concerne des parents;
2 qui vient de naissance, naturel.
Étymologie: συγγενής.

Greek (Liddell-Scott)

συγγενικός: -ή, -όν, σύμφυτος, συμπεφυκὼς ἢ κληρονομικός, ἐπὶ προδιαθέσεως εἰς νόσον, Ἱπποκρ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1074, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 22, Διογ. Λ. 10. 129· σ. τρίχες Ἀριστ. Προβλ. 4. 18, 1. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συγγενεῖς, Λατιν. gentilicius, σ. φιλία, ἡ μεταξὺ συγγενῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἑταιρική, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 14, 1· σ. ἱερωσύναι Διονύσ. Ἁλ. 2. 21· τὰ ... πρὸς ἀλλήλους σ. δίκαια Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκαι) 215b - Ἐπίρρ. συγγενικῶς, κατὰ τρόπον συγγενικόν, ὡς συγγενεῖς, Δημ. 797. 2. 2) μεταφ., ὁμογενής, ὁμοειδής, ὅμοιος, ἔχειν τὴν μορφὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 4, 1· τὰ κοινὰ καὶ σ., πράγματα κοινὰ καὶ ἀνήκοντα εἰς τὴν ἡμετέραν φύσιν, Ἄλεξις ἐν «Ἀχαΐδι» 1. 7· εἴδη πρὸς ἄλληλα σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1· - Ἐπίρρ., ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ., Διογ. Λ. 10. 72. 3) ὁ ἀνήκων εἰς συγγενεῖς (ΙΙΙ), Ἀθήν. 48Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγγενικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγενής / συγγένεια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί»)
2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι»)
νεοελλ.
1. αυτός που απαρτίζεται από συγγενείς («συγγενική επιχείρηση»)
2. φρ. α) «συγγενικά δικαιώματα»
(νομ.) δικαιώματα ανάλογα με τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία η έννομη τάξη αναγνωρίζει υπέρ τών ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνικών έργων
β) «συγγενικές γλώσσες» — γλώσσες που έχουν προέλθει από μια κοινή προγονική γλώσσα
γ) «συγγενική σειρά»
(κοινων. ανθρωπολ.) ομάδα κοινής μονογραμμικής καταγωγής, δηλαδή ομάδα ατόμων τα μέλη της οποίας ανάγουν την καταγωγή τους σε έναν κοινό γνωστό και επώνυμο πρόγονο και είναι σε θέση να περιγράψουν τους αμοιβαίους δεσμούς τους και να φθάσουν στον κοινό πρόγονο με μία συνεχή γενεαλογική γραμμή, αλλ. γενεαλογική γραμμή ή ρίζα
δ) «συγγενικό συμβούλιο»
(αστ. δίκ.) ειδικό συμβούλιο προστασίας τών συμφερόντων του επιτροπευόμενου ανηλίκου το οποίο επιδιώκει την με έκφραση γνώμης καλύτερη οργάνωση της επιτροπείας, την αγαθή επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου και τη χρηστή διαχείρηση της περιουσίας του
αρχ.
1. (για προδιάθεση ασθένειας) συγγενής, εκ γενετής, έμφυτος, κληρονομικός («ἦν δέ τι καὶ συγγενικὸν φθινῶδες», Ιπποκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγγενικόν
η σχέση συγγένειας
3. φρ. «συγγενικαὶ ἱερωσύναι» — ιερατικά αξιώματα που κατέχονται από συγγενείς.

Greek Monotonic

συγγενικός: -ή, -όν,
I. σύμφυτος, έμφυτος, κληρονομικός, σε Πλούτ.
II. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξ αίματος συγγενείς, συγγενικὴ φιλία, μεταξύ εξ αίματος συγγενών, σε Αριστ.· επίρρ. συγγενικῶς, σαν συγγενείς, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συγγενικός:
1) врожденный, прирожденный (νόσημα Plut.); присущий от рождения (τρίχες Arst.);
2) родственный (εἴδη πρὸς ἄλληλα συγγενικά Arst.): ἡ φιλία συγγενικὴ καὶ ἡ ἑταιρική Arst. дружба между родственниками и дружба между товарищами;
3) сходный, однородный, близкий (ἡ μορφή Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγενικός -ή -όν [συγγενής] aangeboren, congenitaal:. συγγενικὸν νόσημα aangeboren ziekte, familie-ziekte Plut. Per. 22.4. van verwanten, van familieleden:. φιλία vriendschap Aristot. EN 1161b12.

Middle Liddell

συγγενικός, ή, όν [from συγγενής
I. congenital, hereditary, Plut.
II. of or for kinsmen, ς. φιλία between kinsfolk, Arist.: —adv. συγγενικῶς, like kinsfolk, Dem.

Translations

Bulgarian: вроден, по рождение; Catalan: congènit; Chinese Mandarin: 先天; Czech: vrozený; Danish: medfødt; Dutch: aangeboren; Esperanto: denaska; Faroese: viðføddur; Finnish: synnynnäinen; French: congénital; Galician: conxénito; German: angeboren; kongenital; Greek: συγγενής; Ancient Greek: συγγενικός; Haitian Creole: konjenital; Hebrew: מולד‎; Hungarian: veleszületett; Icelandic: meðfæddur; Ido: kunnaskinta; Italian: congenito; Japanese: 先天的; Kurdish Central Kurdish: زکماک‎; Lithuanian: įgimtas; Manx: dooghyssagh; Norwegian Bokmål: medfødt; Nynorsk: medfødd; Polish: wrodzony; Portuguese: congênito, congénito; Russian: врождённый, конгенитальный; Spanish: congénito; Swedish: medfödd, kongenital; Telugu: పుట్టు; Turkish: konjenital, doğumsal; Ukrainian: вроджений