δαπανηρός
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ά, όν, of men,
A lavish, extravagant, costly, Pl.R.564b, X.Mem.2.6.2; εἰς ἑαυτόν, εἰς ἀκολασίαν, Arist.EN1123a4, 1119b31.
II of things, expensive, πόλεμος D.5.5; λειτουργία Arist. Pol.1309a18, cf. EN1122a21: Comp. δαπανηρότερα, λειτουργήματα Jul. Or.1.21d. Adv. δαπανηρῶς = at great expense X.HG6.5.4.
III consuming, πῦρ Ph.2.91.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
I 1de pers. gastador, pródigo τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος Pl.R.564b, cf. X.Mem.2.6.2, D.39.26, οὐ γὰρ εἰς ἑαυτὸν δ. ἀλλ' εἰς τὰ κοινά Arist.EN 1123a4, τοὺς ... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς los que gastan con desenfreno Arist.EN 1119b31, cf. Plu.Per.36, Vett.Val.374.33.
2 de cosas dispendioso, costoso, caro λειτουργία Arist.Pol.1309a18, (πράξεις) Arist.EN 1122a22, πόλεμος D.5.5, Plu.Arist.24, δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος maquinando cosas más costosas que ésas Plu.Alex.72, εἰκόνες D.C.52.35.3, Iul.Or.1.21d, δάπανος γὰρ (τουτέστι δαπανηρά) ἡ ἐλπίς Sch.Th.5.103, δοκεῖ γὰρ δαπανηρὸν εἶναι ἵππους τρέφειν Sch.Ar.Nu.12c.
3 destructor πῦρ Ph.2.91.
II adv. δαπανηρῶς = pródigamente, μὴ δαπανηρῶς = sin mucho gasto X.HG 6.5.4, πρυτανεύσαντα δὶς δ. TAM 2.197, cf. 834.7 (ambas Licia, imper.).
German (Pape)
[Seite 522] 1) Aufwand machend, verschwenderisch, Plat. Rep. VIII, 564 b; Xen. Mem. 2, 6, 2 u. Folgde. – 2) von Sachen, Aufwand erfordernd, kostspielig, πόλεμος Dem. 5, 5; λειτουργίαι Arist. Pol. 5, 8. – Adv., Xen. Hell. 6, 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 dépensier, prodigue;
2 dispendieux, coûteux.
Étymologie: δαπάνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαπανηρός -ά -όν [δαπάνη] verkwistend:. τοὺς... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς lieden die om hun onmatigheid te bekostigen verkwistend zijn Aristot. EN 1119b31. kostbaar:. δ. λειτουργία een kostbare publieke dienst Aristot. Pol. 1309a18.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπᾰνηρός: 3
1) требующий больших затрат, дорого стоящий, разорительный (πόλεμος Dem.; πράξεις, λειτουργίαι Arst.);
2) любящий тратить, расточительный Xen., Plat., Arst., Dem.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δαπανηρός, -ά, -όν) δαπάνη
1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα
2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος
αρχ.
φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» — φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει.
Greek Monotonic
δᾰπᾰνηρός: -ά, -όν (δαπανάω),
I. λέγεται για πρόσ., σπάταλος, πολυδάπανος, σε Πλάτ., Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, ακριβός, με υψηλή τιμή, πολυτελής, πολυέξοδος, σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. δαπανηρῶς, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰπᾰνηρός: -ά, -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δαψιλής, πλουσιοπάροχος, ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολυδάπανος, πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. sumptuosus, πόλεμος Δημ. 58. 6· λειτουργία Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
Middle Liddell
δαπανάω
I. of men, lavish, extravagant, Plat., Xen.
II. of things, expensive, Dem., Arist.:—adv. -ρῶς, Xen.