πάντοσε

From LSJ
Revision as of 23:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάντοσε Medium diacritics: πάντοσε Low diacritics: πάντοσε Capitals: ΠΑΝΤΟΣΕ
Transliteration A: pántose Transliteration B: pantose Transliteration C: pantose Beta Code: pa/ntose

English (LSJ)

Adv. every way, in all directions, π. ἐποίχεσθαι Il.5.508; φοιτᾶν 12.266; παπταίνειν 13.649, etc.; cf. ἔϊσος: in Prose, X.An.7.2.23, HG7.4.4, Arist.de An.413a29: c. gen., π. θειλοπέδων AP9.668.10 (Marian.).

German (Pape)

[Seite 464] überall hin; ἐποιχόμενος, Il. 5, 108; παπταίνων, 13, 649 u. öfter; ἀσπίδα πάντοσ' ἐΐσην, nach allen Seiten gleich gerundet; auch in Prosa, Xen. An. 7, 2, 23 Hell. 7, 4, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
partout, de tous côtés avec mouv.
Étymologie: πᾶς, -σε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάντοσε [πᾶς] adv., in elke richting, alle kanten op.

Russian (Dvoretsky)

πάντοσε:
I adv. по всем направлениям, во все стороны, всюду (παπταίνειν, ἐποίχεσθαι Hom.): πρεσβεύειν τινὶ π. Xen. отправляться всюду в качестве посла от кого-л.; ἀσπὶς π. ἐΐση Hom. отовсюду закругленный, т. е. совершенно круглый щит.
II praep. cum gen. повсюду в (π. θειλοπέδων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πάντοσε: Ἐπίρρ., πρὸς πάντα τὰ μέρη, π. ἐποίχεσθαι Ἰλ. Ε. 508· φοιτᾶν Μ. 266· παπταίνειν Ν. 649, κτλ.· (ἴδε ἐν λ. ἔϊσος)· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 23, Ἑλλ. 7. 4, 4· - μετὰ γενικῆς, ἐρισταφύλων π. θειλοπέδων Ἀνθ. Π. 9. 668, 10.

English (Autenrieth)

on every side, in every direction; πάντοσ' ἐίσην, denoting a circular form.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, προς όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. άλλο-σε)].

Greek Monotonic

πάντοσε: επίρρ., με κάθε τρόπο, προς κάθε κατεύθυνση, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Middle Liddell

every way, in all directions, Il., Xen.