χαλκολίβανον
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
métal inconnu, sorte d'ivoire ou, selon d'autres, sorte de bronze.
Étymologie: χαλκός, λίβανος.
Russian (Dvoretsky)
χαλκολίβανον: τό (греч.-евр.) халколиван (род светлой бронзы, по по друг. - род ладана) NT.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκολίβᾰνον: τό, λέξις ἧς ἡ ἑρμηνεία παρέχει οὐ μικρὰς δυσκολίας, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. (Ἀποκ. α΄, 15, β΄, 18) συνήθως λαμβάνεται ὡς σημαίνουσα καθαρὸν χαλκόν, ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν ὀρείχαλκον, ἀλλ’ ὁ σχηματισμὸς τῆς λέξεως ὑποδηλοῖ ὅτι σημαίνει τὸν χαλκοειδῆ λίβανον, δηλ. τὸν ἄρρενα λίβανον, ὡς ὀνομάζουσιν αὐτὸν οἱ ἰατροί, κατὰ τὸν Οἰκουμένιον εἰς Ἀποκάλυψ. σ. 210, 3· 198 Ι, Gramer, πρβλ. Salmas. Solin. 810Α.
English (Strong)
neuter of a compound of χαλκός and λίβανος (in the implied mean of whiteness or brilliancy); burnished copper, an alloy of copper (or gold) and silver having a brilliant lustre: fine brass.
English (Thayer)
(so Suidas (but see Gaisf. edition under the word)), χαλκολιβανου, τό, more correctly χαλκολιβανος, χαλκολιβανου, ἡ (according to the reading as it ought to be restored (but see the editions)) in ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμενη; cf. Düsterdieck's critical note (see Buttmann, 80 (69) note)), a word of doubtful meaning found only in Vulg. aurichalcum or orichalcum (so manuscript Arafat. (al. aeric.); Luther Messing (R. V. burnished brass)); according to the testimony of an ancient Greek (Ansonius) in Salmasius (Exercitt. ad Solin., p. 810a.: ὁ λίβανος ἔχει τρία εἴδη δένδρων, καί ὁ μέν ἄρρην ὀνομάζεται χαλκολιβανος, ἡλιοειδής καί πυρρός ἤγουν ξανθός), a certain kind of (yellow) frankincense; but both the sense of the passages in Rev and a comparison of some metal, like gold if not more precious (cf. Hebrew חַשְׁמָל, a metal composed of gold and silver, Sept ἤλεκτρον, Vulg. electrum, Suidas: εἶδος ἠλέκτρου τιμιώτερον χρυσοῦ, ἐστι δέ τό ἤλεκτρον ἀλλοτυπον χρυσίον μεμιγμένον ὕελω καί λιθεία. The word is compounded, no doubt, of χαλκός and λίβανος, not of χαλκός and לָבָן, 'white.' Cf. Winer's RWB, under the word Metalle; Wetzel in the Zeitschr. f. d. luth. Theol. for 1869, p. 92ff; cf. Ewald, Johann. Schriften, ii., p. 117f; (Lee in the 'Speaker's Commentary' at the passage).
Greek Monotonic
χαλκολίβᾰνον: [ῐ], τό, αβέβαιη λέξη, σε Καινή Διαθήκη· πιθ. σημαίνει καθαρός χαλκός.
Middle Liddell
χαλκο-λίβᾰνον, ου, τό,
an uncertain word in NTest. commonly taken to mean fine brass.
Chinese
原文音譯:calkol⋯banon 哈而可-利巴農
詞類次數:名詞(2)
原文字根:銅-白
字義溯源:發亮的銅,精鍊的銅,青銅,光明的銅;由(χαλκός)*=銅)與(λίβανος)=香樹脂,乳香)組成,其中 (λίβανος)出自希伯來文(לְבֹונָה / לְבֹנָה)=乳香), (לְבֹונָה / לְבֹנָה)出自(לָבָן)=白色),而 (לָבָן)又出自(לָבַן)=使變白色)
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編:
1) 發亮的銅(2) 啓1:15; 啓2:18