ἰσότιμος

From LSJ
Revision as of 19:00, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσότῑμος Medium diacritics: ἰσότιμος Low diacritics: ισότιμος Capitals: ΙΣΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: isótimos Transliteration B: isotimos Transliteration C: isotimos Beta Code: i)so/timos

English (LSJ)

ον, A equal in honour or equal in privilege, Ἀπόλλων (i.e. sharing the honours paid to Zeus) OGI234.25 (Delph., iii B.C.), CR Acad.Inscr.1906.419 (Alabanda); ὁ θεὸς . . ἰσότιμον παρέχι τράπεζαν τοῖς ὁποθενοῦν ἀφικνουμένοις BCH51.73 (Panamara); πίστις 2 Ep.Pet.1.1; οἱ πρῶτοι καὶ ἰσότιμοι Plu.Lys.19, cf. Wilcken Chr.13.10 (i A.D.), Luc.D Mort.24.3, etc.; πόλεις τισί D.Chr.41.2: Comp. ἰσοτιμότεροι, τοῖς κρατοῦσιν Id.39.4; τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, parity of condition Ph.2.246; of a person, maintaining equality of privilege, Hdn.2.4.9. Adv. ἰσοτίμως = in equivalent manner, honoured in like manner, τινάς τισιν ἄγειν Ath.5.177c; ζῶντα δικαίως καὶ ἰσοτίμως OGI544.34 (Ancyra, ii A.D.), cf. CIG4032.5 (ibid.), IGRom.3.195 (ibid.); ἰ. ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ὅροι Phlp.in APr.167.14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.241.11. 2 generally, equal in value: hence, equal, ἁμάρτημα ἀκούσιον ἰ. ἑκουσίῳ Ph.2.248; τὸ ἰσότιμον δυσέφικτον ἐν ταῖς ἀμοιβαῖς Hdn.2.3.6; ἰσότιμος μάχη evenly balanced, Ael.NA10.1. 3 as title of rank at the Ptolemaic court, τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις PRyl.66 intr., 253 (ii B.C.), Arch.Pap. 6.372.

German (Pape)

[Seite 1267] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; μέτριος καὶ ἰσότιμος, sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jouit d’honneurs égaux, d'une égale condition ; p. ext. à succès égal.
Étymologie: ἴσος, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

ἰσότῑμος:
1) занимающий равное общественное положение, обладающий теми же правами и преимуществами Plut., Luc.;
2) равный по ценности, одинаково драгоценный (πίστις NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσότῑμος: -ον, ἀπολαύων ἴσης τιμῆς, ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· ὅμοιος, ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· μέτριος καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. μάχη, ἴση, ἰσόρροπος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. πίστις Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.

English (Strong)

from ἴσος and τιμή; of equal value or honor: like precious.

English (Thayer)

ἰσότιμον (ἴσος and τιμή), equally precious; equally honored: τίνι, to be esteemed equal to, ἰσότιμον ἡμῖν πίστιν (a like-precious faith with us), concisely for πίστιν τῇ ἡμῶν πίστει ἰσότιμον (Winer's Grammar, § 66,2f.; Buttmann, § 133,10): Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσότιμος, -ον)
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν)
η ισοτιμία
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που έχει ίση αξία με άλλους
αρχ.
1. ίσος, ισόρροπος.
επίρρ...
ισοτίμως και ισότιμα (Α ἰσοτίμως)
με ισότιμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγαλό-τιμος, σεμνό-τιμος].

Greek Monotonic

ἰσότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, ίδια προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἰσό-τῑμος, ον τιμή
held in equal honour, having the same privileges, Plut., etc.

Chinese

原文音譯:„sÒtimoj 衣所-提摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-價值的
字義溯源:相等價值的,相等信用的,一樣寶貴;由(ἴσος)*=相似)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 一樣寶貴(1) 彼後1:1

French (New Testament)

de même valeur ; du même genre