μείζων

From LSJ
Revision as of 16:34, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείζων Medium diacritics: μείζων Low diacritics: μείζων Capitals: ΜΕΙΖΩΝ
Transliteration A: meízōn Transliteration B: meizōn Transliteration C: meizon Beta Code: mei/zwn

English (LSJ)

v. μέγας.

French (Bailly abrégé)

Cp. de μέγας.

English (Autenrieth)

see μέγας.

English (Slater)

μείζων v. μέγας.

English (Strong)

irregular comparative of μέγας; larger (literally or figuratively, specially, in age): elder, greater(-est), more.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, -ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)
1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει
2. μεγαλύτερος στην ηλικία
νεοελλ.
φρ. α) «κατά μείζονα λόγον» — κατά μεγαλύτερη αιτιολογία ή υποχρέωση, για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους
β) (λογ.) «μείζων πρόταση» — η ηγουμένη πρόταση συλλογισμού
γ) ανατ. i) «μείζων επίπλουν» — πτυχή του περιτοναίου η οποία φέρεται από το στομάχι μέχρι την ηβική σύμφυση, καλύπτοντας από εμπρός τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ τετράπλευρο πέταλο
ii) «μείζων τροχαντήρας» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, κοντά στον αυχένα του μηριαίου
δ) μουσ. i) «μείζων τόνος» ή «μείζων τρόπος» ή «μείζων συγχορδία» ή «μείζον διάστημα» — ένας από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια μουσική σύνθεση
ii) μουσ. «μείζων κλίμακα» — συνεχής διαδοχή μέσα στο διάστημα τών επτά φθόγγων της κλίμακας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ανώτερος
μσν.
1. ισχυρότερος
2. σπουδαιότερος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.μείζων
(ως τίτλος) ο αρχηγός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῖζον
περισσότερο
3. φρ. «οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον» — απολύτως τίποτε, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέζων (< μέγ-jων) < θ. μεγ- του μέγας. Ο αττ. τ. μείζων εμφανίζει -ει- αναλογικά προς τα συγκρ. ἀμείνων, κρείττων. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mezo και πληθ. ουδ. mezoa και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο mezavo].

Greek Monotonic

μείζων: συγκρ. του μέγας.

Russian (Dvoretsky)

μείζων: ион. μέζων, дор. μέσδων 2, gen. ονος [compar. к μέγας
1) больший, более рослый (μ. καὶ πάσσων Hom.);
2) старший (Αἴας ὁ μ. Soph.);
3) более тяжелый (φορτίον Dem.);
4) более громкий (μεῖζον φθέγγεσθαι Plat.);
5) более долгий, более продолжительный (χρόνος Eur.);
6) более длинный, более пространный (λόγος Soph.);
7) более могущественный (ξένοι Eur.);
8) более важный, более значительный (χάρμα Aesch.).

Frisk Etymological English

Meaning: larger
See also: s. μέγας.

Frisk Etymology German

μείζων: {meízōn}
Meaning: größer
See also: s. μέγας.
Page 2,194

Chinese

原文音譯:me‹zon 姆閂
詞類次數:副詞(1)
原文字根:較大
字義溯源:更為,越發;源自(μείζων)=更重大);而 (μείζων)出自(μέγας)*=大)。註:聖經文庫將編號 (μείζων)合併於 (μείζων
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 越發(1) 太20:31
原文音譯:me⋯zwn 姆閂
詞類次數:形容詞(45)
原文字根:較大
字義溯源:更重大,更多,更重,較大,為大,最大,更大的,更大的事,大,大的,更,大於,大過,比⋯還大,此⋯都大,較強;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(46);太(9);可(3);路(7);約(13);羅(1);林前(3);來(4);雅(2);彼後(1);約壹(3)
譯字彙編
1) 更大的(7) 路12:18; 約5:20; 約5:36; 來6:13; 來6:16; 彼後2:11; 約壹5:9;
2) 大於(7) 太12:6; 太13:32; 約10:29; 約13:16; 約13:16; 約15:20; 約壹3:20;
3) 較大的(4) 太23:11; 太23:17; 太23:19; 林前13:13;
4) 更大(4) 約14:12; 林前12:31; 來9:11; 約壹4:4;
5) 大過(3) 太11:11; 約4:12; 約8:53;
6) 最大的(3) 太18:1; 太18:4; 路9:46;
7) 大的(2) 約14:28; 羅9:12;
8) 為大(2) 可9:34; 路22:27;
9) 比⋯還大(1) 太11:11;
10) 更多的(1) 雅4:6;
11) 比⋯都大(1) 可4:32;
12) 大於⋯的(1) 約15:13;
13) 大過於⋯的(1) 路7:28;
14) 比⋯更大了(1) 可12:31;
15) 更重的(1) 雅3:1;
16) 更重了(1) 約19:11;
17) 大(1) 路22:24;
18) 還大(1) 路7:28;
19) 為大的(1) 路22:26;
20) 更大的事(1) 約1:50;
21) 較強了(1) 林前14:5;
22) 更(1) 來11:26

German (Pape)

ον, Hom. und Att.; ion. μέζων, Her., dor. μέσδων und böot. μέσσων, Sp. auch μειζότερος und bei Byz. μειζονότερος; Kompar. zu μέγας: größer, in allen den beim Positiv erwähnten Beziehungen; μείζω ἐκτενῶ λόγον, die Rede ausdehnen, Soph. Tr. 676; ἐνέχει τύχᾳ τᾷδ' ἀπὸ μείζονος, Phil. 1086, von einem Größeren, Mächtigern, d.i. von einem Gotte; τοῦ θεοῦ μεῖζον σθένειν, Eur. Suppl. 216; – μεῖζον φθέγγεσθαι, Plat. Prot. 334c; zugroß, größer oder mehr als billig, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα, Soph. Ant. 764; vgl. Eur. Phoen. 710; μεῖζον ἢ καθ' ἡμᾶς, Plat. Tim. 404 (vgl. κατά), auch μείζω τινὰ δύναμιν εἶναι ἢ ἀνθρωπείαν, Crat. 438c; οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον ist eine starke Verneinung, vgl. Soph. Tr. 323; Schäfer zu Dion.Hal. C.V. p. 71.