φιλαίτιος

From LSJ
Revision as of 18:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαίτιος Medium diacritics: φιλαίτιος Low diacritics: φιλαίτιος Capitals: ΦΙΛΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: philaítios Transliteration B: philaitios Transliteration C: filaitios Beta Code: filai/tios

English (LSJ)

ον, A fond of bringing accusations, fault-finding, censorious, A.Supp.485, PAmh.2.65.22 (ii A. D.); distinguished from φιλεπιτιμητής by Isoc.1.31; πονηρὸν ὁ συκοφάντης . . καὶ φιλαίτιον D.18.242; opp. εὐγνώμων, X.Mem.2.8.6; τῷ φ. τῆς ὐμελείας πέρι θεῶν fond of bringing charges of neglect in their case, Pl.Lg.903a; τὸ φ. censoriousness, Plu.Sol.25, cf. 2.813a. Adv. -ίως Str.2.1.41, Poll.3.139. II liable to censure, D.10.70.

German (Pape)

[Seite 1274] gern Vorwürfe machend, gern tadelnd, klagend, tadelsüchtig; λεώς Aesch. Suppl. 480; Plat. Legg. X, 903 a; Xen. im Gegensatz von εὐγνώμων, Mem. 2, 8,6; Isocr. 1, 30 von φιλεπιτιμητής unterschieden. – Bei Dem. 10, 70 neben σφαλερός, der Anklage ausgesetzt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime à faire des reproches, querelleur, chicaneur ; τὸ φιλαίτιον PLUT manie de faire des reproches, esprit de chicane;
2 sujet aux reproches, au blâme.
Étymologie: φίλος, αἰτία.

Russian (Dvoretsky)

φιλαίτιος: любящий упрекать, склонный к порицаниям, придирчивый Xen., Isocr., Dem.: ὁ φ. τῆς ἀμελείας περί τινος Plat. любитель порицать кого-л. за нерадение.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαίτιος: -ον, ὁ φιλῶν νὰ αἰτιᾶται, φιλόψογος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ φιλεπιτιμητὴς ὑπὸ Ἰσοκρ. 98Α· πονηρὸν ὁ συκοφάντης... καὶ φιλαίτιον Δημ. 307. 24· ἀντίθετον τῷ εὐγνώμων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6· τῷ φ. τῆς ἀμελείας περὶ θεῶν, εἰς τὸν ἀγαπῶντα νὰ φέρῃ κατηγορίας, Πλάτ. Νόμ. 903Α· ― τὸ φιλαίτιον Πλουτ. Σόλων 25, πρβλ. 2. 813Α. Ἐπίρρ. -ίως, Στράβ. 93, Πολυδ. Γ΄, 139. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς κατηγορίαν, Δημ. 150. 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιον
το να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί, η ιδιότητα του φιλοκατήγορου.
επίρρ...
φιλαιτίως ΜΑ
με διάθεση ή με πρόθεση για κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + αἴτιος «υπεύθυνος»].

Greek Monotonic

φῐλαίτιος: -ον (αἰτία),
I. αυτός που αγαπά την κατηγορία, επικριτικός, σε Ξεν., Δημ.· τὸ φιλαίτιον, λογοκρισία, επίκριση, σε Πλούτ.
II. αυτός που κατηγορεί ή επιτίθεται, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλ-αίτιος, ον, αἰτία
I. fond of accusing, censorious, Xen., Dem.:— τὸ φ. censoriousness, Plut.
II. liable to blame or attack, Dem.

English (Woodhouse)

censorious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)