νοτερός

From LSJ
Revision as of 15:02, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτερός Medium diacritics: νοτερός Low diacritics: νοτερός Capitals: ΝΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: noterós Transliteration B: noteros Transliteration C: noteros Beta Code: notero/s

English (LSJ)

ά, όν, (νότος) damp, moist, δρόσος Simon. 183.9; βλέφαρον, ὕδωρ, E.Alc.598, Ion149 (both lyr.); ἀνεμώνη AP5.73 (Rufin.); χειμὼν ν. a storm of rain, Th.3.21; πνεῦμα Porph.Antr.II (Comp.); τόπος Thphr.HP5.9.8, cf. Epicur. Ep.2p.50U.; χωρία Onos.8.2; τὸ ν. moisture, Pl.Ti.60c.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
humide ; τὸ νοτερόν l'humidité.
Étymologie: νότος.

Russian (Dvoretsky)

νοτερός:
1 влажный, мокрый (πέπλων πτύξ, βλέφαρα Eur.);
2 текучий, прозрачный (ὕδωρ Eur.);
3 дождливый, с ливнями (χειμών Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

νοτερός: -ά, -όν, (νότος) ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, δρόμος Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν ὕδωρ βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., θύελλα μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ ὑγρότης, ὑγρασία, Πλάτ. Τίμ. 60C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νοτερός, -ά, -όν)
γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.)
μσν.
(για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν
η υγρασία.
επίρρ...
νοτερά
με νοτερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ερός (πρβλ. νοσ-ερός, φθον-ερός)].

Greek Monotonic

νοτερός: -ά, -όν (νότος), υγρός, γεμάτος από υγρασία, νοτισμένος, σε Ευρ.· χειμὼν νοτερός, καταιγίδα, θύελλα με βροχή, σε Θουκ.

Middle Liddell

νοτερός, ή, όν νότος
wet, damp, moist, Eur.; χειμὼν ν. a storm of rain, Thuc.

English (Woodhouse)

rainy, wet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

naß, feucht, auch nässend, feucht machend; νοτερὰν πέπλων πτύχα, Eur. Suppl. 978; νοτερῷ βλεφάρῳ, Alc. 601; ὕδωρ, Ion 149; sp.D., ὄμμα, Maec. 3 (V.130), ἀνεμώνη, Rufin. 15 (V.74), θάλαττα, Add. 6; und in Prosa; χειμών, Thuc. 3.21; τὸ νοτερὸν καὶ ὁμιχλῶδες, Tim.Locr. 99c; Gegensatz von ξηρός, Plat. Tim. 82a; τὰ νοτερὰ τῆς σαρκὸς καὶ ἁπαλά, 65d; Sp., wie Plut.