σταλάσσω
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
English (LSJ)
late σταλάττω (Porph. in Harm.p.195.10 W.): aor.
A ἐστάλαξα Lyc.37, LXX Mi.2.11:
I let drop, δάκρυ σ. E.Hel.633 (lyr.); σ. ἐς οἶδμα . . δακρύων . . αὐγάς Id.Hipp. 738 (lyr.); σκηπτὸς σ… φόνον Id.Andr.1046 (lyr.); ἡμιτύβιον σταλάσσον = a napkin dripping wet, Sapph.116: metaph., τοὺς ἐν τῷ διαλέγεσθαι δυσφόρους καὶ κατ' ὀλίγας λέξεις σταλάττοντας Porph. l.c.
II drop, drip, E.Ph.1388.
German (Pape)
[Seite 928] att. -ττω, = σταλάζω, tröpfeln; δάκρυ, Eur. Hel. 639; τοῖς ὁρῶσιν ἐστάλαξ' ἱδρώς, Phoen. 1397.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire couler ou verser goutte à goutte;
2 intr. couler goutte à goutte.
Étymologie: σταλάω.
Russian (Dvoretsky)
στᾰλάσσω:
1 лить по каплям, струить, ронять (δάκρυ Eur.);
2 струиться по каплям: πᾶσιν ἐστάλασσ᾽ ἱδρώς Eur. со всех пот катился градом.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλάσσω: μεταγενέστ. -ττω (Πορφύρ., Θεόδ. Πρόδρ.)· ἀόρ. ἐστάλαξα Λυκόφρ. 37, Ἑβδ. (Μιχ. Β΄, 11)· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀφίνω νὰ καταπέσῃ, νὰ στάξῃ, δάκρυ στ. Εὐρ. Ἑλ. 633· δακρύων αὐγὰς εἰς οἶδμα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 741· ἡμιτύβιον σταλάσσων, ἔχων χειρόμακτρον κάθυγρον, στάζων ἐκ τῆς ὑγρασίας, Σαπφὼ 116. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, στάζω, σταλάζω, Εὐρ. Φοίν. 1388· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. φόνον, στάζω αἷμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1047, Ἡσύχ. Πρβλ. στάζω, καταστάζω, σταλάω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βλ. σταλάζω.
Greek Monotonic
στᾰλάσσω: μέλ. -ξω,
I. αφήνω κάτι να στάξει, δάκρυ, σε Ευρ.
II. αμτβ., λέγεται για πράγματα, στάζω, πέφτω σε σταγόνες, αποστάζω, στον ίδ.· με σύστ. αιτ., στᾰλάσσω φόνον, στάζω αίμα, στον ίδ. (συγγενές προς το στάζω).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to drip, to shed drops, to drop (Sapph., E. a. o.).
Other forms: -άω (hell. a. late epic, AP, Luc. a. o.), -άζω (Aq., Plu., Luc. a. o.), -άττω (Porph.), aor. -άξαι (Ar., Lyc., LXX).
Compounds: Also w. ἀπο-, ἐν- a. o.
Derivatives: σταλαγ-μός m. the dripping, drop (trag., Ar., Hp. etc.) with -μιαῖος calculated by the drop (of the water-clock) (Vett. Val. a. o.), -μίτης plantname (Hippiatr.; Redard 79); also -μα n. drop (A., S., Skymn. a. o.). Lat. LW [loanword] stalagmia n. pl. eardrops (since Plaut.), stalagmiās m. kind of copper-vitriol (Plin. HN).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The present σταλάσσω as παλάσσω, ῥαθάσσω, αἱμάσσω; beside it the metric. conditioned σταλάω after χαλάω a. o., to which σταλεηδόνες σταλαγμοί H. (metr. for σταλεδ- or στα-ληδ- ?). -- Because of its stilistic character one is inclined to see in σταλάσσω an expressive enlargement of στάζω; cf. cases like πομφόλοξ: πομφός, πέμφιξ; βδελύσσομαι: βδόλος, βδέω; s. also νυκτάλωψ. On the formal connection with στάζω Debrunner IF 21, 224. -- Usually connected with a root (s)tel- drip, urinate, to which a. o. also τέλμα and NEngl. stale urine would belong (Bq, WP. 2, 642f., Pok. 1018 w. lit.); not esp. convincing. -- On ἀνασταλύζω s. v.
Middle Liddell
στᾰλάσσω,
I. to let drop, δάκρυ Eur.
II. intr. of things, to drop, drip, Eur.; c. acc. cogn., στ. φόνον to drop blood, Eur. [Akin to στάζω.]
Frisk Etymology German
σταλάσσω: (Sapph., E. u. a.),
{stalássō}
Forms: -άω (hell. u. sp. Epik, AP, Luk. u. a.), -άζω (Aq., Plu., Luk. u. a.), -άττω (Porph.), Aor. -άξαι (Ar., Lyk., LXX),
Grammar: v.
Meaning: ‘träufeln. tropfen lassen, tropfen’.
Composita: auch m. ἀπο-, ἐν- u. a.,
Derivative: Davon σταλαγμός m. das, der Tropfen (Trag., Ar., Hp. usw.) mit -μιαῖος ‘nach dem Tropfen (der Wasseruhr) gerechnet’ (Vett. Val. u. a.), -μίτης Pfl. name (Hippiatr.; Redard 79); auch -μα n. Tropfen (A., S., Skymn. u. a.). Lat. LW stalagmia n. pl. tropfenförmige Ohrgehänge (seit Plaut.), stalagmiās m. Art Kupfervitriol (Plin. HN).
Etymology: Das Präsens σταλάσσω wie παλάσσω, ῥαθάσσω, αἱμάσσω; daneben das metrisch bedingte σταλάω nach χαλάω u. a., wozu σταλεηδόνες· σταλαγμοί H. (metr. für σταλεδ- od. σταληδ- ?). — Wegen seines stilistischen Charakters ist man am ehesten geneigt, in σταλάσσω eine expressive Erweiterung von στάζω zu sehen; vgl. Fälle wie πομφόλοξ: πομφός, πέμφιξ; βδελύσσομαι: βδόλος, βδέω; s. noch νυκτάλωψ. Zur formalen Berührung mit στάζω Debrunner IF 21, 224. — Gewöhnlich zu einer Wz. (s)tel- tröpfeln, harnen gezogen, wozu u. a. auch τέλμα und nengl. stale Harn gehören sollen (Bq, WP. 2, 642f., Pok. 1018 m. Lit.); nicht besonders einleuchtend. — Zu ἀνασταλύζω s. bes.
Page 2,776
Mantoulidis Etymological
Θέμα σταλαγ + jω → σταλάσσω.
Παράγωγα: στάλαγμα, σταλαγμός, σταλακτικός, σταλακτός, σταλακτίς.