ἀπρόσκοπος
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
(A), ον, A not stumbling, void of offence, Ep.Phil.1.10; συνείδησις Act.Ap.24.16. 2 free from harm, ἄτρυτος καί ἀπρόσκοπος IG5(2).20.19 (Tegea, i B. C.); [θεοί] σε διαφυλάσσουσιν ἀ. PGiss.17.7 (ii A.D.), cf. PBaden 39 iii 14 (ii A. D.). Adv. ἀπροσκόπως ib.79iv8 (ii A.D.). II giving no offence, τινί S.E.M.1.195, 1 Ep.Cor.10.32.
(B), ον, A unseeing, A.Eu.105. II unexplored, ὁδός LXX Si.35(32).21.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): lacon. ἀπρόσκοφος IG 5(1).1145.22 (I a.C.)
I gener. de pers.
1 libre de daño, sano y salvo ἀπρόσκοφον αὐ σαυτὸν διατετήρηκε IG l.c., ἄτρυτον ... καὶ ἀπρόσκοπον IG 5(2).20.19 (Tegea I a.C.)
•en fórmulas epistolares en pap. ἀπρόσκοπός ἰμιν (l. εἰμι) καὶ ἐσώθημεν τῶν θηῶν (sic) θελόντων PKöln 56.7 (I d.C.), σε διαφυλάσσουσι ἀπρόσκοπον PGiss.17.7 (II d.C.), ἀλλὰ θεοὶ σώζοιεν ἡμᾶς ἀπροσκόπους PSarap.89.14 (II d.C.), ἀ. γεγονώς PSarap.95.4 (II d.C.), εὔχομαί σε ... ἀπρόσκοπον εἶναι PAlex.Giss.60.4 (II d.C.)
•en estilo dir. en lit. crist. ἀπρόσκοπον ὑμῶν διατηρήσειε τὴν ζωήν Basil.M.29.52B, παρασταίημεν ὕστερον ... ἀπρόσκοποι Gr.Naz.M.35.1193B
•fig. puro, sin pecado ἀ. συνείδησις una conciencia pura, Act.Ap.24.16, ἵνα ἦτε ... ἀπρόσκοποι εἰς ἡμέραν Χριστοῦ para que estéis ... sin pecado hasta el día de Cristo, Ep.Phil.1.10, ὁδὸν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁμαλίζων ἀπρόσκοπον Isid.Pel.Ep.M.78.280C
•subst. τὸ ἀ. incolumidad χρὴ τὸ ἀπρόσκοπον ... φυλάττειν Basil.M.31.1133B, τὸ τῆς φρονήσεως εὔοδον καὶ ἀπρόσκοπον ἐν τοῖς πρακτέοις ὑποδηλοῖ Eust.1395.18.
2 fig. que no daña, que no ofende o altera c. dat. τοῖς πολλοῖς S.E.M.1.195, τοῖς πολίταις Clem.Al.Strom.3.4.31, ἀπρόσκοποι καὶ Ἰουδαίοις γίνεσθε καὶ Ἕλλησιν καὶ τε ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ no seáis ocasión de pecado para los judíos, los griegos y la iglesia de Dios 1Ep.Cor.10.32, ὅπως ... ἀπρόσκοπον ἑαυτὸν καὶ θεῷ καὶ ἀνθρώποις φυλάξῃς Hippol.Antichr.67.
II adv. -ως sin daño, bien ἵνα ... ἀ. ἐξέλθωμεν PGiss.79.4.8 (II d.C.), περιπατεῖν ἀ. Herm.Mand.6.1.4, παρελθεῖν ἀ. Gr.Nyss.Eun.1.685, ἀ. ἐντευξόμεθα Basil.M.30.128A.
-ον
1 inexplorado ὁδός LXX Si.32.21
•inesperado συνδρομαί LXX 3Ma.3.8.
2 que no prevé μοῖρ' ἀ. βροτῶν A.Eu.105.
German (Pape)
[Seite 339] (προσκόπτω), 1) nicht angestoßen, unverletzt, rein, Act. Apost. 24, 16. – 2) nicht verletzend, keinen Anstoß gebend, I. Cor. 10, 32. sich nicht vorsehend, unvorsichtig, nicht vorhersehend, Aesch. Eum. 105, l. d.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 qui n’aperçoit pas ou ne voit pas clairement;
2 non exploré (chemin).
Étymologie: ἀ, προσκέπτομαι.
2ος, ον :
1 qui ne se heurte pas, qui ne fait pas de faux pas;
2 qui ne fait pas faire de faux pas, qui ne provoque pas de scandale.
Étymologie: ἀ, προσκόπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσκοπος: προσκέπτομαι досл. ничего не видящий впереди, перен. слепой (μοῖρα φρενῶν Aesch.).
προσκόπτω
1 непорочный (συνείδησις NT
2 не вводящий в соблазн (ἀ. τινι γενέσθαι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκοπος: -ον, μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄ 10· ὁ μὴ πίπτων εἰς πταῖσμα, ἄπταιστος, συνείδησις Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 16: - Ἐπίρρ. ἀπροσκόπως, ἀπροσκόπτως, ἀσφαλῶς, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ μὴ παρέχων πρόσκομμα ἢ σκάνδαλον, τινὶ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 195, ἀπρόσκοποι γίνεσθε καὶ Ἰουδαίοις καὶ Ἕλλησι, μηδενὶ σκανδάλου ἀφορμὴν παρέχοντες, πρὸς Κορ. Α΄, ι΄, 32, Κλήμ. Ἀλ. 525.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of προσκόπτω; actively, inoffensive, i.e. not leading into sin; passively, faultless, i.e. not led into sin: none (void of, without) offence.
English (Thayer)
ἀπρόσκοπον (προσκόπτω, which see);
1. actively, having nothing for one to strike against; not causing to stumble;
a. properly: ὁδός, a smooth road, Sirach 35: (32) 21.
b. metaphorically, not leading others into sin by one's mode of life: not striking against or stumbling; metaphorically, not led into sin; blameless: εἰλικρινεῖς).
b. without offence: συνείδησις, not troubled and distressed by a consciousness of sin, Sextus Empiricus, 1,195 (p. 644,13Bekker)).)
Greek Monolingual
(I)
ἀπρόσκοπος, -ον (Α) προσκοπώ
1. αυτός που δεν προβλέπει, μη προορατικός, αστόχαστος
2. ανεξερεύνητος, άγνωστος
3. απροσδόκητος.
(II)
ἀπρόσκοπος, -ον (Α) προσκόπτω
1. αυτός που δεν προσκόπτει, που δεν σκοντάφτει
2. άμεμπτος, αθώος
3. άβλαφτος, ακέραιος
4. αυτός που δεν αποτελεί πρόσκομμα ή δεν προκαλεί διενέξεις.
Greek Monotonic
ἀπρόσκοπος: ον (προσκόπτω),
I. άμεμπτος, άπταιστος, σε Καινή Διαθήκη
II. αυτός που δεν δίνει δικαιώματα, αφορμή σκανδάλου, στο ίδ.
• ἀπρόσκοπος: -ον, = απρόσκεπτος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
προσκόπτω
I. not stumbling, void of offence, Aesch., NTest.
II. giving no offence, NTest.
Chinese
原文音譯:¢prÒskopoj 阿-普羅士-可坡士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:不-向著-打擊的 相當於: (כָּשַׁל) (מֹוקֵשׁ)
字義溯源:非侵犯的行動,無過失的,無虧的,無可責難的,不使人跌倒的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(προσκόπτω)=絆跌)組成;而 (προσκόπτω)又由(πρός)=向著)與(κόπτω)*=砍)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。比較: (πρόσκομμα)=絆腳石 (σκάνδαλον)=陷阱這兩個字造成犯罪,使人跌倒
出現次數:總共(3);徒(1);林前(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 不要⋯跌倒(1) 林前10:32;
2) 無過的人(1) 腓1:10;
3) 無虧的(1) 徒24:16