κιθάρα

From LSJ
Revision as of 14:35, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθᾰ́ρα Medium diacritics: κιθάρα Low diacritics: κιθάρα Capitals: ΚΙΘΑΡΑ
Transliteration A: kithára Transliteration B: kithara Transliteration C: kithara Beta Code: kiqa/ra

English (LSJ)

Ion. κῐθάρη [θᾰ], ἡ, A cithara, kithara, lyre, Hdt.1.24, Epich.79, E.Ion882 (anap.), etc.; cf. κίθαρις. II = κίθαρος, thorax, Hippiatr.46: in plural, ribs of the horse, ib.38.

Muse tuning two kitharai. Detail of the interior from an Attic white-ground cup from Eretria, c. 465 BCE.

German (Pape)

[Seite 1437] ἡ, 1) die Cither, ein Saiteninstrument, vgl. κίθαρις; Plat. Rep. III, 399 d u. Folgde; ἑπτάφθογγος Eur. Ion 882, Ἀσιάς Cycl. 443, öfter. Sie war von der λύρα unterschieden, durch Hermes erfunden. – 2) = κίθαρος, Brusthöhle, Brust, Sp. – 3) Bei Plut. de fluv. 3, 4 eine Pflanze.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 cithare, sorte de luth ou de lyre;
2 plante.
Étymologie: DELG emprunt orient. prob.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθάρα -ας, ἡ, Ion. κιθάρη, citer.

Russian (Dvoretsky)

κῐθάρᾱ: ион. κῐθάρη (θᾰ) ἡ
1 кифара (струнный инструмент, близкий к λύρα и φόρμιγξ) HH, Her., Plat. etc.;
2 кифара (растение, якобы издававшее звуки кифары) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθάρα: Ἰων. -ρη θᾰ, ἡ, τὸ Λατ. cithara (ὁπόθεν guitar), εἶδος λύρας ἢ φόρμιγγος, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 510, 515, Ἡρόδ. 1. 24, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. καὶ Ὀδ. ἀείποτε κίθαρις. ― Εἶχε σχῆμα τριγωνικόν, καὶ ἑπτὰ χορδὰς (ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Τερπάνδρου), Εὐρ. Ἴων 881· ἀλλ’ ηὐξήθη ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν βραδύτερον εἰς ἐννέα καὶ ἕνδεκα, Σουΐδ. ἐν λέξ. Τιμόθεος. Ἀδύνατον δὲ ἦτο νὰ διέφερε πολὺ ἀπὸ τῆς λύρας ἢ τῆς φόρμιγγος, (ἴδε λέξ. κιθαρίζω)· πρβλ. λεξικὸν τ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. λύρα. ΙΙ. = κίθαρος· ἐν τῷ πληθ. αἱ πλευραὶ τοῦ ἵππου, Ἱππίατρ. σ. 135.

English (Strong)

of uncertain affinity; a lyre: harp.

English (Thayer)

κιθάρας, ἡ, a harp (cf. Stainer, Music of the Bible, chapter iv.; B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Harp): τοῦ Θεοῦ, to which the praises of God are sung in heaven, Winer's Grammar, § 36,3b. (From Homer h. Merc., Herodotus on.)

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ κιθάρα, Α ιων. τ. κιθάρη
στον Όμ. πάντοτε κίθαρις)
νεοελλ.
1. εξάχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με κρούση ή έλξη τών χορδών με τις άκρες τών δακτύλων
2. ναυτ. είδος τροχίλου με επιμήκη θήκη σχήματος 8
μσν.
1. θώρακας, στήθος, κίθαρος
2. στον πληθ. αἱ κιθάραι
τα πλευρά του αλόγου («αἵ τε κιθάραιπαρ' ἑκάτερα τοῦ νώτου», Ιππιατρ.)
μσν.-αρχ.
είδος έγχορδου μουσικού οργάνου («παίδων χοροὶ συνελθόντες ὑπ' αὐλῷ καὶ κιθάρᾳ οἱ μὲν ἐχόρευον», Λουκιαν.)
αρχ.
1. εθνικό μουσικό έγχορδο όργανο τών αρχαίων Ελλήνων, τελειοποιημένη μορφή της λύρας και της φόρμιγγας, οι οποίες έμοιαζαν αλλά δεν ταυτίζονταν με την κιθάρα, με σχήμα τριγώνου και με αριθμό χορδών που ποίκιλλε κατά καιρούς από 5 έως 7 και αργότερα έως 11
2. είδος φυτού του Παγγαίου όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. κιθαρίζω
αρχ.
κίθαρος.
ΣΥΝΘ. κιθαρωδός, κιθαρωδώ
αρχ.
κιθαραοιδός, κιθαρηφόρος, κιθαρώδησις, κιθαρωδία, κιθαρωδικός, κιθαρωδίστρια].

Greek Monotonic

κῐθάρα: Ιων. -ρη [θᾱ], , το Λατ. cithara (απ' όπου guitar), είδος λύρας ή λαούτου, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· ήταν τριγωνικού σχήματος και με εφτά χορδές, σε Ευρ.· πρβλ. το επόμ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: lyre (IA.), also κίθαρις, -ιος f. (Il.; on the [Aeolic?] accent Schwyzer 385).
Other forms: Ion. -ρη
Compounds: Compp., e. g. κιθαρο-αοιδός (Com.), usually contracted κιθαρῳδός (IA.) lyre-singer with κιθαρῳδέω etc., ἀ-κίθαρις withou l. (A.).
Derivatives: κίθαρος m. 1. thorax (Hp. Loc. Hom.; after the form); 2. name of a flatfish (Com., Arist.; after the form) with κιθάριον (Ptol. Euerg.); also κιθαρῳδός name of a fish in the Red Sea (Ael.; after the painting of the colours; Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 38). - Denomin. verb κιθαρίζω play the lyre, also of string-instruments in gen. and of the accompanying songs (Il.; Schwyzer 736; on the meaning E. Diehl RhM N. F. 89, 96f.) with several derivv.: κιθαριστύς f. (Il.), κιθάρισις (Pl.), -ισμός (Call.) playing the l., the art of ...; attempt at semantic differentiation in Benveniste Noms d'agent 69, s. also Porzig Satzinhalte 181; κιθάρισμα piece of music for the l. (Pl.); κιθαριστής l.-player etc. (h. Hom. 25, 3, Hes.) with -ίστρια (Arist.), also -ιστρίς (Nic. Dam.), -ιστικός (Pl.), -ιστήριος (hell.) belonging to the playing of ....
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Pre-Greek. Wrong explanations from IE. and Semit. in Bq.

Middle Liddell


the Lat. cithara (whence guitar), a kind of lyre or lute, Hhymn., Hdt., attic: —it was of triangular shape, with seven strings, Eur. Cf. κῐθᾰρίζω

Frisk Etymology German

κιθάρα: {kithára}
Forms: ion. -ρη, auch κίθαρις, -ιος f. (ep. poet. seit Il.; zum [äolischen?] Akzent Schwyzer 385 m. Lit.).
Meaning: Zither, Laute (ion. att.)
Composita: Kompp., z. B. κιθαροαοιδός (Kom.), gewöhnlich kontrahiert κιθαρῳδός (ion. att.) Zithersänger mit κιθαρῳδέω usw., ἀκίθαρις ‘ohne Z.’ (A.).
Derivative: Davon κίθαρος m. 1. Brustkasten (Hp. Loc. Hom.; nach der Form); 2. N. eines Plattfisches (Kom., Arist. usw.; nach der Form) mit κιθάριον (Ptol. Euerg.); auch κιθαρῳδός N. eines im Roten Meere lebenden Fisches (Ael.; nach der Farbenzeichnung; Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 38). — Denominatives Verb κιθαρίζω die Zither spielen, auch von Saiteninstrumenten im allg. und von dem begleitenden Gesang (seit Il.; Schwyzer 736; zur Bed. E. Diehl RhM N. F. 89, 96f.) mit mehreren Ableitungen: κιθαριστύς f. (Il.), κιθάρισις (Pl. u. a.), -ισμός (Kall.) das Zitherspielen, die Kunst des Zitherspielens; Versuch einer semantischen Differenzierung bei Benveniste Noms d'agent 69, s. auch Porzig Satzinhalte 181; κιθάρισμα ‘Musikstück für die Z.’ (Pl. usw.); κιθαριστής Zitherspieler (h. Hom. 25, 3, Hes. usw.) mit -ίστρια (Arist. usw.), auch -ιστρίς (Nik. Dam.), -ιστικός (Pl. usw.), -ιστήριος (hell.) ‘dem Zitherspielen, -er gehörig’.
Etymology: LW aus unbekannter Quelle. Verfehlte Erklärungsversuche aus dem Indog. und dem Semit. bei Bq.
Page 1,850-851

Wikipedia EN

The cithara or kithara (Greek: κιθάρα, romanized: kithāra, Latin: cithara) was an ancient Greek musical instrument in the yoke lutes family. In modern Greek the word kithara has come to mean "guitar", a word which etymologically stems from kithara. The kithara was a seven-stringed professional version of the four-stringed lyre, which was regarded as a rustic, or folk instrument. As opposed to the simpler lyre, the kithara was primarily used by professional musicians, called kitharodes. The kithara's origins are likely Anatolian.(p185) The barbiton was a bass version of the kithara popular in the eastern Aegean and ancient Anatolia.

Chinese

原文音譯:kiq£ra 企他拉
詞類次數:名詞(4)
原文字根:豎琴 相當於: (כִּנּׄור‎)
字義溯源:豎琴*,古希臘的七絃琴,絲絃樂器,琴
同源字:1) (κιθάρα)豎琴 22) (κιθαρίζω)彈豎琴 3) (κιθαρῳδός)豎琴歌手
出現次數:總共(4);林前(1);啓(3)
譯字彙編
1) 琴(4) 林前14:7; 啓5:8; 啓14:2; 啓15:2

Mantoulidis Etymological

(=εἶδος λύρας). Πιθανόν νά προέρχεται ἀπό ξένη γλώσσα.
Παράγωγα: κιθαρίζω, κιθάρισις, κιθάρισμα, κιθαρισμός, κιθαριστέον, κιθαριστής, κιθαριστήριος, κιθαριστικός, κιθαριστύς (=ἡ τέχνη νά παίζεις τήν κιθάρα), κιθαρῳδός, κιθαρῳδῶ, κιθαρῴδησις.

Translations

als: kithara; be: кіфара; cs: kithara; de: Kithara; el: κιθάρα; grc: κίθαρις, κιθάρα, κιθάρη; en: cithara; eo: citro; es: kithara; et: kitara; fa: کیتارا; fi: kithara; fr: cithare; ga: kithara; hr: kitara; hu: kithara; hy: կիֆարա; it: cetra; ja: キタラー; ka: კიფარა; ko: 키타라; la: cithara; lb: kithara; mk: китара; nl: kithara; nn: kithara; no: kithara;: kitara; ru: кифара; sh: kitara; sl: starogrška kitara; sr: китара; sv: kithara; tg: кифара; tr: kithara; uk: кіфара; uz: kifara