κατασκηνόω
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
take up one's quarters, encamp, εἰς… X.Cyr.4.5.39, Hell.Oxy.16.2, etc.; ἐν… LXX 1 Ch.23.25; ἔνθα κατεσκηνώκατε X.Cyr.6.2.2: generally, rest, ἐπ' ἐλπίδι LXX Ps.15(16).9; settle, of birds, ἐν κλάδοις Ev.Matt.13.32: metaph., οὐ ψυχὴ ἐν μόνῳ ἀνθρώπῳ κ. Porph.Abst.4.9.
German (Pape)
[Seite 1379] sein Zelt od. Lager aufschlagen, sich lagern, sich niederlassen, um auszuruhen; ἐν ᾡ κατεσκηνώκατε Xen. Cyr. 6, 2, 2, öfter; Pol. 10, 31, 5. Auch von den Vögeln, N. T.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poser sa tente ; camper, s'établir.
Étymologie: κατά, σκηνόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σκηνόω zich legeren; zich nestelen:; κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις zich nesten in de takken NT Mt. 13.32; overdr.: ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι mijn lichaam zal veiligheid vinden in hoop NT Act. Ap. 2.26.
Russian (Dvoretsky)
κατασκηνόω:
1 Xen., Polyb. = κατασκηνάω;
2 вить гнезда (ἐν τοῖς κλάδοις NT);
3 находить пристанище или находить отдых (ἐπ᾽ ἐλπίδι NT).
English (Strong)
from κατά and σκηνόω; to camp down, i.e. haunt; figuratively, to remain: lodge, rest.
English (Thayer)
κατασκήνω, infinitive κατασκηνοιν (L T Tr WH, WH, see ἀποδεκατόω; (but also κατασκηνοῦν, Matthew, the passage cited R G; Mark, the passage cited R G L T Tr; cf. Tdf. Proleg., p. 123)); future κατασκηνωσόω; 1st aorist κατεσκήνωσα; properly, to pitch one's tent, to fix one's abode, to dwell: ἐφ' ἐλπίδι, ἐν with the dative of place, ὑπό with the accusative of place, Xenophon, Polybius, Diodorus, others; κατεσκήνωσεν ὁ Θεός τῷ ναῷ τούτῳ, Josephus, Antiquities 3,8, 5; add, Sept. mostly for שָׁכַן.)
Greek Monotonic
κατασκηνόω: μέλ. -ώσω, στήνω επί τόπου κατασκήνωση ή σκηνή, στρατοπεδεύω, καταλύω, σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκηνόω: σταίνω κάτω, ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, στρατοπεδεύω, καταλύω, εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· αὐτοῦ κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· καθόλου, ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.
Middle Liddell
fut. ώσω
to pitch one's camp or tent, take up one's quarters, encamp, Xen.; generally, to rest, lodge, settle,
Chinese
原文音譯:kataskhnÒw 卡他-士咳挪哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-帳棚 相當於: (שָׁכַן)
字義溯源:紮營,住,居住,安居,棲宿,宿;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σκηνόω)=住帳棚)組成;其中 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚),而 (σκηνή)又出自(σκεῦος)*=器具),或出自(σκιά)=蔭*)
同源字:1) (κατασκηνόω)紮營 2) (σκάφη)住帳棚參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 宿(2) 太13:32; 路13:19;
2) 安居(1) 徒2:26;
3) 棲宿(1) 可4:32