γαμήλιος

From LSJ
Revision as of 10:57, 17 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "subst" to "subst")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμήλιος Medium diacritics: γαμήλιος Low diacritics: γαμήλιος Capitals: ΓΑΜΗΛΙΟΣ
Transliteration A: gamḗlios Transliteration B: gamēlios Transliteration C: gamilios Beta Code: gamh/lios

English (LSJ)

ον, A of or for a wedding, bridal, nuptial, κοίτη Id.Supp.805 (lyr.); τέλος Id.Eu.835; χοαί Id.Ch.487; λέκτρα Id.Fr.242; εὐνή E.Med.673; οὐχ ἧψαν φῶς τὸ γ. Epigr.Gr.256.7 (Cyprus); ζυγὸν γ. IG14.2125; of divinities, presiding over marriage, Ath.5.185b, Poll.1.24; Ἀφροδίτα E.Fr.781.17 (lyr.). II as substantive, γαμήλιος (sc. πλακοῦς), ὁ, bride cake, Philetaer.13.5. 2 γαμηλία (sc. θυσία), ἡ, wedding-feast, γαμηλίαν εἰσφέρειν τοῖς φράτερσι contribute the wedding feast for one's clansmen, D.57.69; τοῖς φ. ὑπέρ τινος ib.43, cf.Is.3.79: abs., ib.76.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): fem. -ία Herenn.Phil.Sign.41, Eust.1156.46
I 1nupcial, conyugal κοίτα A.Supp.805, λέκτρα A.Fr.242, Simyl.SHell.724.3, εὐνή E.Med.673, Ar.Th.1122, Au.1758, παιάν Ar.Th.1034, ἔρως JRCil.2.255, γαμήλιον τέλος el rito nupcial o celebración del matrimonio A.Eu.835, χοαὶ ... γαμήλιοι libaciones nupciales A.Ch.487, θυηλαί Lyc.323, γαμήλιος σπόρος καὶ ἄροτος la arada y siembra nupcial Plu.2.144b, οὐχ ἧψαν γὰρ φῶς τὸ γαμήλιον no encendieron la antorcha nupcial, GVI 1833.7 (Chipre II a.C.), γαμήλια θεσμά los misterios de la unión conyugal Musae.142, cf. Plu.2.752a, Luc.Herod.6, IUrb.Rom.1393.5 (II d.C.), Colluth.28, de la órbita del planeta Júpiter τεκνοσπόρος τε καὶ γαμήλιος Aristid.Quint.122.6.
2 epít. de algunas diosas que preside la boda o la relación amorosa τὰν παρθένοις γαμήλιον Ἀφροδίταν E.Fr.230D., Ἥρᾳ καὶ Ἀφροδίτῃ καὶ Χάρισι γαμηλίαις Herenn.Phil.l.c., γαμηλία Ἥρα Eust.l.c., τῶν τε γαμηλίων θεῶν ἕνεκα Ath.185b, cf. Poll.1.24.
II subst.
1 masc. ὁ γ. pastel de bodas οὐδ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος Philetaer.13.5, cf. Hsch., Eust.1156.46.
2 τὸ γ. boda, Lex.Barber.23, Ptol.Vocab.58P.
3 neutr. τὸ γ. mús. canción de boda πρίν τινα ταῖς θηλείαις ᾠδὴν ὥσπερ γαμήλιον παρακρῶξαι ref. a ciertas aves antes de su apareamiento, D.P.Au.1.9, dif. del epitalamio por el momento de su ejecución en la ceremonia de la boda, Herenn.Phil.Sign.40
un tipo de νόμος acompañado por la flauta σπονδεῖον, τροχαῖον, γαμήλιον, παροίνιον Poll.4.73, αὐλεῖ δὲ μάλιστα τὸ γαμήλιον Poll.4.75.
4 neutr. plu. τὰ γαμήλια los distintos rituales nupciales que se realizan el mismo día de la boda, Herenn.Phil.Sign.41, θέσθαι ... γαμήλια celebrar las bodas Gr.Naz.M.36.360B.
5 neutr. plu. τὰ γαμήλια banquete de bodas ante la fratría, Hsch., pero cf. γαμηλία.
6 neutr. plu. τὰ γαμήλια regalos de boda ofrecidos en la celebración, Herenn.Phil.Sign.41, cf. γαμήλια· φερνή, εἰς γάμον παρασκευή Hsch.

German (Pape)

[Seite 472] ον, hochzeitlich, λέχος Men. bei Luc. amor. 2; λέκτρα p. bei Plut. Rom. 17; ἔργον Sol. 20; λουτρά Men. bei Schol. Ar. Lys. 378; ὑμέναιος Agath. 94 (VII, 568); θυηλαί Lycophr. 323; ὁ, sc. πλακοῦς, der Hochzeitskuchen, bei Ath. VII, 280 d; – γαμηλία, nach Didym. bei Harpocr. ἡ τοῖς φράτορσιν ἐπὶ γάμοις διδομένη, sc. θυσία, Hochzeitsschmaus, ἡ εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγωγὴ τῶν γυναικῶν. So τὴν γαμηλίαν τοῖς φράτορσιν εἰσφέρειν, Dem. 57, 43. 69; vgl. Is. 8, 18; περὶ τῆς τοῖς φράτορσι γαμηλίας 3, 76; vgl. ibid. 79; den Schmaus den Mitgliedern seiner Phratrie bei seiner Verheirathung zur Einführung seiner Frau geben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nuptial.
Étymologie: γαμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμήλιος -α -ον γαμέω huwelijks-.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμήλιος: и 3 свадебный, брачный (κοίτη Aesch.; εὐνή Eur.; τράπεζα Plut.): γαμήλια λέκτρα γενέσθαι τινί Plut. выйти замуж за кого-л.; γαμηλία Ἣρα Plut. (лат. Juno pronuba) Гера, покровительствующая бракам; τὸ γαμήλιον διάγραμμα Plut. брачный чертеж, т. е. прямоугольный треугольник, стороны которого находятся в соотношении 3: 4: 5.

Middle Liddell

γαμέω
1. belonging to a wedding, bridal, Aesch., Eur.
2. γαμηλία (sc. θυσία), a wedding feast, Dem.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γαμήλιος, -ον)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο
αρχ.
1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο
2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς)
το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους
3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν. θυσία)
θυσία που προσέφερε ο νιόπαντρος άνδρας όταν έφερνε στη φατρία του τη νεαρή σύζυγο
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμήλια
το σύνολο τών τελετών και εκδηλώσεων τών σχετικών με τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. με αβέβαιο σχηματισμό. Πιθανώς προέρχεται από αμάρτυρο όνομα που σχηματίστηκε από το θέμα του γαμέω με παρέκταση σε -λ. Από την ίδια πηγή προήλθε πιθ. ο ποιητ. σε -ευμα άπαξ μαρτυρημένος τ. γαμήλευμα.

Greek Monotonic

γᾰμήλιος: -ον (γαμέω),
1. αυτός που ανήκει στο γάμο, νυφικός, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. γαμηλία (ενν. θυσία), γαμήλιο γλέντι, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

γαμήλιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς γάμον, νυμφικός, κοίτη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 805 · τέλος Εὐμ. 835 · χοαί Χο. 487 · λέκτρα Ἀποσπ. 238 · εὐν ὴ Εὐρ. Μηδ. 673 · οὐδ’ ἧψαν φῶς τό γ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 256. 7 · ζυγ ὸν γ. αὐτόθι 564 · ― ἐπί τινων θεοτήτων προστατευουσῶν τὸν γάμον, Ἀθην. 185Β, Πολυδ. Α΄, 24. 2) γαμήλιον διάγραμμα Πλούτ. Ἠθ. 373, τρίγωνον ὀρθογώνιον, οὗ αἱ πλευραὶ παρίστανται διὰ 3, 4, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γαμήλιος, ὁ, (ἐνν. πλακοῦς) Φιλέταιρ. Οἰν. 1. 2) γαμηλία (ἐνν. θυσία), ἡ, ἐπὶ τῷ γάμῳ ἑορτή, Ἰσαῖ. 45. 33., 46. 5 · γαμηλίαν εἰσφέρειν τοῖς φράτερσι, ἑστιᾶν τοὺς πολίτας τῆς ἰδίας φρατρίας ἐπὶ τῇ εἰσαγωγῇ τῆς νύμφης, Δημ. 1312. 12., 1320. 13, Schöm. εἰς Ἰσαῖ. σ. 263, Ἡσύχ.

English (Woodhouse)

of marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)