ὑπερηνορέων

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερηνορέων Medium diacritics: ὑπερηνορέων Low diacritics: υπερηνορέων Capitals: ΥΠΕΡΗΝΟΡΕΩΝ
Transliteration A: hyperēnoréōn Transliteration B: hyperēnoreōn Transliteration C: yperinoreon Beta Code: u(perhnore/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ,
A exceedingly manly: but always used in bad sense (though ἠνορέη is = ἀνδρεία, manliness, courage), overbearing, overweening, of the Trojans, Il.4.176; of Deïphobus (the Trojan), 13.258; of the Cyclopes, Od.6.5; in Od. mostly of the suitors, 17.482, al.; κακῶς ὑπερηνορέοντες 2.266, cf. 4.766.
II Com., thinking oneself more than man, Ar.Pax53. (No Verb ὑπερηνορέω occurs: cf. ὑπερμενέων.)

French (Bailly abrégé)

οντος;
part. de *ὑπερηνορέω;
fier de sa force, orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὑπερήνωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερηνορέων: οντος adj. m одаренный или гордый нечеловеческой силой Hom., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερηνορέων: -οντος, ὁ, εἰς ὑπερβολὴν ἀνδρικός· - ἀλλ’ ἀεὶ ἐν χρήσει ἐπὶ κακῆς σημασίας (εἰ καὶ τὸ τοῦ Ὁμήρου ἠνορέη εἶναι = ἀνδρεία, θάρρος, γενναιότης), βίαιος, ὑπερήφανος, ἀλαζών, ἐπὶ τῶν Τρώων, Ἰλ. Δ. 176 ἐπὶ τοῦ Δηϊφόβου (τοῦ Τρωός), Ν. 358· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ὀδ. Ζ. 5· ἀλλ’ ἐν τῇ Ὀδ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων. Ρ. 482, κλπ.· κακῶς ὑπερηνορέοντες Β. 226, Δ. 766. Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερηνορεόντων, ὑπερεχόντων τῇ δυνάμει»· - πρβλ. ὑπερήνωρ, ὑπερμενής, ὑπέροπλος, ὑπερφίαλος. ΙΙ. ἐν κωμικῇ φράσει, ἔξοχος ἐν ἀνθρώποις, νομίζων αὐτὸν ὑπεράνθρωπον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 53. (Ρῆμα ὑπερηνορέω δὲν ἀπαντᾷ· πρβλ. ὑπερμενέων).

English (Autenrieth)

οντος (ἀνήρ): part. as adjective, overbearing, overweening, haughty; epithet especially of the suitors of Penelope. (Od. and Il. 4.176, Il. 13.258.)

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
1. πολύ αρρενωπός
2. (κυρίως με αρνητική σημ.) αλαζόνας, αυθάδης και βίαιος
3. (στην κωμωδία) αυτός που νομίζει ότι είναι ανώτερος από όλους, που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. του επιθ. ὑπερήνωρ, σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -έων τών μτχ., χωρίς να υπάρχει ρ. ὑπερηνορέω, - (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής, ὑπερμεν-έων: ὑπερμενής)].

Greek Monotonic

ὑπερηνορέων: -οντος, ὁ, μτχ., χωρίς ενεστ. σε χρήση,
I. υπερβολικά αρρενωπός, ανδρικός, ανδροπρεπής· αλλά πάντα με αρνητική σημασία, αυταρχικός, δεσποτικός, υπερφίαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, σε Όμηρ.
II. σε κωμ. φράση, αυτός που υπερέχει μεταξύ των ανθρώπων, αυτός που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνθρωπο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὑπερ-ηνορέων, οντος, part. with no pres. in use]
I. exceedingly manly:—but always in bad sense, overbearing, overweening, Hom.
II. in Com. phrase, excelling men, thinking oneself more than man, Ar. [from ὑπερήνωρ