Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραλυτικός

From LSJ
Revision as of 23:40, 11 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " NT]]" to "]] NT")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλῠτικός Medium diacritics: παραλυτικός Low diacritics: παραλυτικός Capitals: ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paralytikós Transliteration B: paralytikos Transliteration C: paralytikos Beta Code: paralutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, paralytic, Ev.Matt.4.24, Dsc.1.16, Ruf. ap. Orib.8.39.8.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, an einer Seite gelähmt, paralytisch, Sp., N. T.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
paralytique NT.
Étymologie: παράλυτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλυτικός -ή -όν [παραλύω] verlamd.

Russian (Dvoretsky)

παραλῠτικός: расслабленный, разбитый параличом NT.

English (Strong)

from a derivative of παραλύω; as if dissolved, i.e. "paralytic": that had (sick of) the palsy.

English (Thayer)

παραλυτικη, παραλυτικόν (from παραλύω, which see), paralytic, i. e. suffering from the relaxing of the nerves of one side; universally, disabled, weak of limb (A. V. palsied, sick of the palsy): L WH marginal reading in Riehm, HWB, under the word Krankheiten, 5; B. D. American edition, p. 1866b.)

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση
2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα»)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική
άτομο που πάσχει από παράλυση
νεοελλ.
1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί παράλυση («η παραλυτική ενέργεια μερικών βοτάνων»)
2. φρ. α) «παραλυτική έκκριση»
φυσιολ. η έκκριση ενός αδένα μετά από διατομή του εκκριτικού του νεύρου, όπως είναι λ.χ. η έκκριση του υπογνάθιου αδένα μετά από διατομή της χορδής του τυμπάνου
β) «παραλυτικό βάδισμα»
ιατρ. απόκλιση του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε παράλυση του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή δυστροφία
γ) «παραλυτικός ίλιγγος»
ιατρ. νόσος του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και ποικιλία παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. σύνδρομο Ζερλιέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλυτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paralytique].

Greek Monotonic

παραλῠτικός: -ή, -όν, παράλυτος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

παραλῠτικός: -ή, -όν, πάσχων παράλυσιν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, κτλ.

Middle Liddell

παραλῠτικός, ή, όν [from παράλῠσις]
paralytic, NTest.

Chinese

原文音譯:paralutikÒj 爬拉-呂提可士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:在旁-釋放
字義溯源:癱瘓的,癱子,麻痺的;源自(παραλύω)=癱瘓);由(παρά)*=旁,出於)與(λύω)*=解開)組成。參讀 (ἀνάπειρος)同義字
出現次數:總共(10);太(5);可(5)
譯字彙編
1) 癱子(6) 太9:2; 太9:6; 可2:4; 可2:5; 可2:9; 可2:10;
2) 癱瘓的(2) 太4:24; 太8:6;
3) 一個⋯癱子(1) 太9:2;
4) 一個癱子(1) 可2:3