μικρολογία

From LSJ

γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑκρολογία Medium diacritics: μικρολογία Low diacritics: μικρολογία Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: mikrología Transliteration B: mikrologia Transliteration C: mikrologia Beta Code: mikrologi/a

English (LSJ)

or σμικρολογία (v. μικρός), ἡ, A meanness, stinginess, Thphr.Char.10, Plb.31.27.16. II pettiness, Pl.R.486a, Arist.Metaph.995a10, Plot.1.4.7; hair-splitting, Isoc.13.8, etc.: pl., meticulous arguments, 'logic-chopping', Pl.Hp.Ma. 304b; minutiae, in Art, D.H.Comp.25. 2 disparagement, depreciating language, Isoc.15.2.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Wesen des μικρολόγος, Kleinigkeitskrämerei, Plat. Rep. VI, 486 a; Verkleinerungssucht, Isocr. 15, 2; den λῆροι u. ὕθλοι entsprechend, Luc. Vit. auct. 17; καὶ γλισχρότης, Plut. Them. 5; Gegensatz von ὕβρις, Knauserei, Luc. Nigr. 22 D. Mort. 10, 8; Sparsamkeit, merced. cond. 20 Iup. trag. 15; oft bei Plut. im Gegensatz von μεγαλοψυχία, Cat. min. 5; διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους μικρολογίαν, Heraclid. bei Ath. XII, 526 a, Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz, Pol. 32, 13, 16; Luc. Iov. Trag. 15.

French (Bailly abrégé)

ou σμικρολογία;
ας (ἡ) :
1 attention donnée à de petites choses, petitesse d'esprit;
2 parcimonie, avarice.
Étymologie: μικρολόγος.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρολογία: и σμῑκρολογία ἡ
1 пристрастие к пустякам, мелочность Plut.;
2 пустое словопрение (χαίρειν ἐᾶσθαι τὰς σμικρολογίας ταύτας Plat.);
3 умаление, принижение Isocr.;
4 скупость, скаредность Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολογία: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικρολόγου· ἡ ἀνόητος φλυαρία· μικρόνοια, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄτοπος· γλισχρότης, φειδωλία, Θεοφρ. Χαρ. 10· ― ἐν τῷ πληθ., σμικρότητες, μηδαμινὰ πράγματα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304Β. ΙΙ. τὸ ὑποβιβάζειν καὶ παριστάνειν τι μικρὸν διὰ τοῦ λόγου, Ἰσοκρ. 310Β.

Greek Monolingual

η
μικρολογία και σμικρολογία) μικρολόγος
1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία
2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες
3. σχολαστικότητα
αρχ.
1. μικροπρέπεια
2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι με τα λόγια του, το να αποδίδει κανείς ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον
3. φειδωλότητα, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
4. στον πληθ. ασήμαντα πράγματα.

Greek Monotonic

μῑκρολογία: ή σμικρ-, ἡ, ο χαρακτήρας του μικρολόγου, ματαιολογία, επιπολαιότητα, μικρότητα, τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell


the character of a μικρολόγος, frivolity: pettiness, meanness, Plat., etc. [from μῑκρολόγος]

English (Woodhouse)

frivolity, trifling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

stinginess

Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik