καταντικρύ

From LSJ
Revision as of 11:32, 25 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "adv" to "adv")

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταντικρύ Medium diacritics: καταντικρύ Low diacritics: καταντικρύ Capitals: ΚΑΤΑΝΤΙΚΡΥ
Transliteration A: katantikrý Transliteration B: katantikry Transliteration C: katantikry Beta Code: katantikru/

English (LSJ)

Prep. c. gen., A straight down from, καταντῑκρὺ τέγεος πέσε Od.10.559, cf. 11.64. 2 in Att., = Homeric ἀντικρύ, over against, right opposite, πρυτάνεων καταντῐκρύ Ar.Ec.87; τὰ κ. Κυθήρων the parts opposite Cythera, Th.7.26, cf. X.HG4.8.5; κ. ᾗ… ἐξέπεσεν exactly opposite to the point at which... dub. l. in Pl. Phd.112d: c. dat., κ. τῇ θέσει Arist.Mete.356a10; τῷ ἡλίῳ D.C.60.26. II Adv. of place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Th.1.136; ἐν τῷ κ. προσστῆναί τινι Pl.Euthd.274c, cf. Prt.315c; τὸ κ. αὐτῶν τοῦ σπηλαίου Id.R.515a; ἐκ τοῦ κ. from the opposite side, ib.b; κ. ὁρᾶν look right in the face, Id.Chrm.169c; ἐπὶ τὸ κ. in the opposite direction, Arist.HA528b10 (but εἰς τὸ κ. towards the opposite end, Pl.Phd. 72b); πρὸς τὸ κ. κείμενος Plb.4.39.6. b in opposition, to the contrary, κατὰ τὴν κ. ἢ ὡς Γλαύκων λέγει Arist.Po.1461a35. 2 straight forward, Id.HA591b24; opp. πλάγια, Pl.Tht.194b. 3 outright, downright, Th.7.57 (nisi leg. καὶ ἄντικρυς) ; παραβάλλειν… μὴ κ. Arist.Rh.1419b36. [On the quantity v. ἀντικρύ: the form καταντροκύ is found in Att. Inscrr., IG22.1668.88.]

German (Pape)

[Seite 1366] gerade gegenüber; τινί, Thuc. 7, 57 u. öfter; εἰς τὸ κατ. ἀποχωρήσαντες Plat. Lvs. 207 a, öfter; Σηστὸν κατ. ὄντα Ἀβύδου Xen. Hell. 4, 8, 5; Eubul. Ath. XI, 473 d. – Bei Hom., καταντικρὺ τέγεος πέσεν Od. 10, 559, vgl. 11, 64, entspricht es dem ἄψοῤῥον καταβῆναι, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab. – Bei D. Cass. 57, 7 u. Aristaen. 2, 5 steht καταντικρύς; vgl. Phryn. 443. [Bei Hom. ist des Verses wegen υ lang.]

French (Bailly abrégé)

adv.
1 droit en bas de, gén.;
2 droit en face, en face de, gén..
Étymologie: κατά, ἀντικρύ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αντικρύ, ep. -κρῡ adv. aan de overkant:; ἐς τὴν ἤπειρον τὴν κ. naar het vasteland ertegenover Thuc. 1.136.1; ἐν τῷ κ. recht tegenover Plat. Euthyd. 274c; ἐκ τοῦ κ. vanuit de tegenovergestelde kant Plat. Resp. 515b; overdr.: τὸ κ. het tegenovergestelde Plat. Phaed. 72b; κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ ὡς Γλαύκων λέγει in tegenstelling tot wat Glaucon zegt Aristot. Poët. 1461a35. recht vooruit:. κ. ὁρᾶν recht in de ogen kijken Plat. Chrm. 169c; κ. καὶ κατὰ τὸ εὐθύ in een rechte lijn vooruit Plat. Tht. 194b. zonder omwegen gezegd, eenvoudigweg:. Πλαταιῆς καταντικρὺ Βοιωτοὶ Plataeërs die eenvoudigweg Boeotiërs zijn Thuc. 7.57.5. prep. met gen. rechtstreeks vanaf:. καταντικρὺ τέγεος πέσε hij viel recht van het dak af Od. 10.559. tegenover:. τὰ κ. Κυθήρων het gebied tegenover Cythera Thuc. 7.26.2; κ. πρυτάνεων tegenover de prytanen Aristoph. Eccl. 87; τὸ κ. αὐτῶν τοῦ σπηλαίου het tegenover hen liggende deel van de grot Plat. Resp. 515a.

Russian (Dvoretsky)

καταντικρύ:
I (Hom. тж. ῡ) praep. cum gen., редко dat.
1 прямо с (чего-л.) (κ. τέγεος πεσέειν Hom.);
2 прямо напротив (τῇ θέσει τῆς ἐκροῆς Arst.): ἐς τὰ κ. Κυθήρων τῆς Λακωνικῆς Thuc. в (той) части Лаконии, которая находится против (острова) Киферы; καταλαβεῖν ἕδρας τῶν πρυτάνεων κ. Arph. занять места напротив пританеев; (τοῦ Ὠκεανοῦ) κ. καὶ ἐναντίως ῥέων Ἀχέρων Plat., Ахеронт, текущий в направлении, противоположном Океану.
II adv.
1 прямо (на)против (ἐν τῷ κ. προσιστάναι τινί Plat.; πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Polyb.): κ. ὁρᾶν Plat. смотреть прямо в лицо; εἰς τὸ κ. Plat. в (на) противоположную сторону; ἡ ἤπειρος ἡ κ. Thuc. противолежащий материк;
2 прямо, напрямик (λέγειν Arst.): εἰς τὸ κ. Plat. по прямой линии; κ. καὶ κατὰ τὸ εὐθύ Plat. совершенно прямым путем.

English (Autenrieth)

see ἀντικρύ.

Greek Monolingual

και κατάντικρα και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM καταντικρύ)
επίρρ. ακριβώς απέναντι, αντικριστά (α. «καταντικρύ στο σπίτι βρίσκεται η εκκλησία» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ σπηλαίου προσπιπτύσας», Πλάτ.)
αρχ.
1. αντιθέτως («κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ ὡς Γλαύκων λέγει», Αριστοτ.)
2. κατευθείαν μπροστά («τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις ἰχθύσιν ἡ θύρα τῶν ἡττόνων καταντικρὺ γίγνεται τοῖς στόμασιν», Αριστοτ.)
3. ολοφάνερα
4. (ως πρόθεση) κατευθείαν προς τα κάτω από κάποιο μέρος («καταντικρὺ τέγεος πέσε», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

καταντῑκρύ: ( σε Αττ.), πρόθ. με γεν.,
I. 1. κατευθείαν προς τα κάτω από, σε Ομήρ. Οδ.
2. = ἀντῑκρύ, κατ' ευθείαν απέναντι, ἐς τὰ κ. Κυθήρων, στα μέρη απέναντι απ' τα Κύθηρα, σε Θουκ.· κατ.ᾗ εἰσρεῖ, ακριβώς απέναντι από το μέρος όπου εισρέει, σε Πλάτ.
II. 1. ως επίρρ. τόπου, κατ' ευθείαν απέναντι, ἡ ἤπειρος ἡ κ., σε Θουκ.· ἐκ τοῦ κ., από το απέναντι μέρος, σε Πλάτ.
2. κατ' ευθείαν μπροστά, ευθεία, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταντικρύ: πρόθ. μετὰ γεν., κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὰ κάτω ἔκ τινος, καταντῑκρὺ τέγεος πέσε Ὀδ. Κ. 559, Λ. 64. 2) παρ’ Ἀττ. = τῷ Ὁμηρικῷ ἀντῑκρύ, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, πρυτάνεων καταντῐκρὺ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 87· ἐς τὰ κ. Κυθήρων, εἰς τὰ μέρη τὰ ἀπέναντι τῶν Κυθήρων, Θουκ. 7. 26· κ. ᾗ εἰσρεῖ ἐξέπεσεν, ἀκριβῶς ἀπέναντι τοῦ μέρους ἔνθα…, Πλάτ. Φαίδων 112Ε· Σηστὸν κ. Ἀβύδου Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· μεταγεν. μετὰ δοτ., κ. τῇ θέσει Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 32, ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. τόπου, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Θουκ. 1. 136· ἐν τῷ κ. προστῆναί τινι Πλάτ. Εὐθύδ. 274C, πρβλ. Πρωτ. 315C· εἰς τὸ κ. τοῦ σπηλαίου, εἰς τὴν ἀπέναντι πλευρὰν τοῦ σπηλαίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 515Α· ἐκ τοῦ κ., ἐκ τοῦ ἀπένταντι μέρους, αὐτόθι Β· κ. ὁρᾶν, βλέπω κατὰ πρόσωπον, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 169C· πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Πολύβ. 4. 39, 6. 2) κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, ἐντελῶς, πέρα καὶ πέρα, τοπικῶς τε καὶ μεταφ., Πλαταιεῖς καταντικρὺ Βοιωτοί, φανερά, Θουκ. 7. 57· εἰς τὸ κ. Πλάτ. Φαίδων 72Β, Λυσ. 207Α· ἐπὶ τὸ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 10· κ. καὶ κατὰ τὸ εὐθύ, κατ’ εὐθεῖαν, Πλάτ. Θεαίτ. 194Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 444. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἀντικρύ.

Middle Liddell


I. prep. with genitive straight down from, Od.
2. = ἀντῑκρύ, right opposite, ἐς τὰ κ. Κυθήρων to the parts opposite Cythera, Thuc.; κατ. ᾗ εἰσρεῖ exactly opposite to the point at which it flows in, Plat.
II. as adv. of place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Thuc.; ἐκ τοῦ κ. from the opposite side, Plat.
2. straightforward, downright, Thuc.

English (Woodhouse)

facing, opposite

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)