Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προστατικός

From LSJ
Revision as of 16:59, 25 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰτικός Medium diacritics: προστατικός Low diacritics: προστατικός Capitals: ΠΡΟΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prostatikós Transliteration B: prostatikos Transliteration C: prostatikos Beta Code: prostatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A of or for a προστάτης II.1, ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει [τύραννος] = tyranny arises from the root of leadership by the people Pl.R. 565d.
2 magnificent, τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ προστατικόν Plb.6.33.9, al. Adv. προστατικῶς, σεμνῶς καὶ προστατικῶς Id.5.88.4.
3 ready to champion or protect, προστατικὸς καὶ βοηθητικός Plu.Thes.36.
4 προστατικόν, τό, name of a charge included in a lease, POxy.590 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 782] ή, όν, zum Vorsteher gehörig, Plat. Rep. VIII, 565 d u. Folgde; ἐπισημασία εὐνοϊκὴ καὶ προστατική, des Wohlwollens und der Ehre, Pol. 6, 6, 8; τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ προστατικόν, 6, 33, 9; u. so auch σεμνῶς καὶ προστατικῶς, 5, 88, 4; Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le président, le chef, le patron.
Étymologie: προστάτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προστατικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός
αυτός που πάσχει από νόσο του προστάτη
3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» — το αρχικό τμήμα της ανδρικής ουρήθρας που διασχίζει τον προστάτη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προστάτη, σε αρχηγό («ἐκ προστατικῆς ῥίζης ἐκβλαστάνει τύραννος», Πλάτ.)
2. αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να παράσχει προστασία («προστατικὸς καὶ βοηθητικός», Πλούτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστατικόν
α) ύφος που ταιριάζει σε αρχηγό
β) συνεκδ. μεγαλοπρεπές ύφος
γ) υποχρέωση, απαίτηση που περιλαμβάνεται σε συμβόλαιο μίσθωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προστάτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. prostatic < prostate < προστάτης].

Greek Monotonic

προστᾰτικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον προστάτη (σημασία II), σε Πλάτ.
2. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινωνική τάξη ή σε τιμή, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προστᾰτικός:
1 относящийся к простату, начальнический: ἐκ προστατικῆς ῥίζης Plat. на основе начальнических функций;
2 свойственный начальнику, начальственный (ἐπισημασία Polyb.);
3 склонный к заступничеству, покровительственный (π. καὶ βοηθητικός Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστατικός -ή -όν [προΐσταμαι] leiders-:. τύραννος ἐκ προστατικῆς ῥίζης... ἐκβλαστάνει een tiran heeft zijn wortels in een leiderspositie Plat. Resp. 565d. beschermend.

Middle Liddell

προστᾰτικός, ή, όν
1. of or for a προστάτης (signf. II) Plat.
2. of or for rank or honour, Polyb.

Translations

magnificent

Arabic: عَظِيم‎, رَائِع‎; Moroccan Arabic: عضيم‎, فن‎; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند‎; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike