συμμετρέω

From LSJ
Revision as of 10:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετρέω Medium diacritics: συμμετρέω Low diacritics: συμμετρέω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: symmetréō Transliteration B: symmetreō Transliteration C: symmetreo Beta Code: summetre/w

English (LSJ)

A measure jointly or in company, Tab.Heracl.1.11, 2.10.
2 include in the reckoning, κόλπος, λίμνη, Agathem.5.24, 3.10 (both Pass.).
II measure or calculate by comparison, τὸ αἱρετώτερον Phld.Rh.2.11 S.:—Pass., to be measured by comparison, Arist.Mech.853b39; ἦμαρ ξυμμετρούμενον χρόνῳ this day measured by comparison with or calculated by the time of his absence, S.OT73; [ἔφθιτο].. μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ he died in right measure with (i.e. having reached to) length of days, ib.963: abs., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη who had their life measured out.., Th. 2.44; πρὸς εὐωδίαν σ. αἱ τροφαί are calculated to produce, Thphr. CP 6.18.3; σ. πρὸς ἀνδρὸς πνεῦμα is calculated to suit it, D.H.Dem.43; σ. τινί Luc.Gall.27; εἴς τι Philostr.Im.1.28.
III Med., measure for oneself, συμμετρήσασθαι τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης compute the exact time of day, Hdt.4.158; ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων calculated its height by counting the courses of bricks, Th.3.20; σ. πρὸς ἄλληλα Pl.Ti.39c; σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους, D.H.4.19, 7.10; τὰ διανύσματα Plb.9.15.3; check measured quantities, PAmh.2.59.10 (ii B.C.).
IV limit, φιλοχρηματίαν Poll.4.39:—Med., σ. τὸν δρόμον ἐς τὸ ἀνεκτόν τινι Philostr.Im.2.2:—Pass., συμμεμετρημένον of limited size, Poll.3.88, cf. 9.24; τῇ τῶν λεπτῶν ἐδωδῇ συμμετρηθείς limited to.., Iamb.VP3.13.

German (Pape)

[Seite 982] wonach abmessen, Etwas womit in ein gutes Verhältniß od. Ebenmaaß bringen, passend od. geschickt wozu machen, τί τινι, Sp. – Gew. im med., ὥραν συμμετρήσασθαι, sich die Tageszeit berechnen, Her. 4, 158, wie ξυνεμετρήσαντο (sc. τὸ τεῖχος) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, Thuc. 3, 20; οὔτε πρὸς ἄλληλα συμμετροῦνται, Plat. Tim. 39 c; Sp., wie Pol., συμμετρεῖσθαι πρὸς λόγον τὰ διανύσματα, 9, 15, 3; τὸν δρόμον, Philostr.; ἡ φύσις συνεμετρήσατο τὰς αἰσθήσεις πρὸς τὰ αἰσθητά, S. Emp. pyrrh. 1, 98; pass., Soph. O. R. 73, καί μ' ἦμαρ ἤδη ξυμμετρούμενον χρόνῳ λυπεῖ, τί πράσσει, d. i. wenn ich den Tag berechne; 963 καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ ἔφθιτο, er starb der langen Lebensdauer entsprechend, vor Alter, als Greis; οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, Thuc. 2, 44.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 mesurer par comparaison avec ; Pass. être mesuré ou calculé par comparaison;
2 mesurer selon de justes proportions Pass.
Moy. συμμετρέομαι, συμμετροῦμαι mesurer pour soi par comparaison, mesurer d'après : τί τινι, πρός τι mesurer une chose d'après une autre.
Étymologie: σύμμετρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμετρέω, Att. ook ξυμμετρέω [σύμμετρος] meestal med. afmeten (aan), (door vergelijking met...) meten of berekenen:; τὴν ὥρην τῆς ἡμέρης het uur van de dag Hdt. 4.158.2; met dat.:; μ’( ε ) ἦμαρ... ξυμμετρούμενον χρόνῳ als ik de dag vergelijk met de tijd (d.w.z. als ik uitreken welke dag het is en hoeveel tijd er voorbij is gegaan) Soph. OT 73; med.-pass. proportioneel zijn (aan), in (juiste) verhouding zijn (met):. τῷ μακρῷ... συμμετρούμενος χρόνῳ (hij is gestorven) in overeenstemming met de lange tijd (die hij geleefd heeft) Soph. OT 963. toemeten, met dat. aan iem.; pass.. οἷς... ὁ βίος... ξυνεμετρήθη aan wie het leven is toegemeten Thuc. 2.44.1.

Greek Monotonic

συμμετρέω: μέλ. -ήσω (σύμμετρος
I. μετρώ μαζί, παραβάλλοντας κάτι με κάτι άλλο — Παθ.·
1. ἦμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ, η ημέρα αυτή κατά τον υπολογισμό του χρόνου, σε Σοφ.
2. απόλ., συνυπολογίζω με, στον ίδ.
3. οἷςβίος ξυνεμετρήθη, που η ζωή τους ήταν μετρημένη, σε Θουκ.
II. Μέσ., μετρώ, υπολογίζω για τον εαυτό μου, υπολογίζω με ακρίβεια, σε Ηρόδ.· ξυνεμετρήσαντο (τὸ τεῖχος) ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, υπολόγισαν το ύψος του μετρώντας τις σειρές των πλίνθων, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετρέω: μετρῶ ἀπὸ κοινοῦ, ἢ ὁμοῦ μετά τινος, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 11., 5775. 10. ΙΙ. μετρῶ ἐν συγκρίσει ἢ παραβολῇ πρός τι. ― Παθητ., μετροῦμαι ἐν συγκρίσει καὶ παραβολῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 20· ἧμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ, ἡ ἡμέρα αὕτη ὑπολογιζομένη πρὸς τὸν χρόνον τῆς ἀπουσίας αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 73· ἔφθιτο... μακρῷ συμμετρούμενος χρόνῳ, ἀπέθανε μετρούμενος πρὸς μακρὸν χρόνον (δηλ. ἀφ’ οὗ ἔζησεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον), αὐτόθι 963· ἀπολ., οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη, ὧν ὁ βίος ὑπῆρξε σύμμετρος πρός..., Θουκ. 2. 44· πρὸς εὐωρίαν δὲ αἱ τοιαῦται τροφαὶ συμμετροῦνται, ὑπολογίζονται, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 3· σ. πρὸς ἀνδρὸς πνεῦμα Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43· οὕτω, σ. τινι Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 27· εἴς τι Φιλόστρ. 804. ΙΙΙ. Μέσ., μετρῶ πρὸς ἐμαυτόν, συμμετρήσασθαι τὴν ὥραν τῆς ἡμέρης, εἰκάζω, συμπεραίνω, ὑπολογίζω τὴν ἀκριβῆ ὥραν τῆς ἡμέρας, Ἡρόδ. 4. 158· ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων, ὑπελόγισαν τὸ ὕψος μετρήσαντες τὰς σειρὰς τῶν πλίνθων, Θουκ. 3. 20· σ. πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 39C· σ. τὴν δαπάνην, τὰς ἐφόδους Διον. Ἁλ. 4. 19., 7. 10· τὰ διανύσματα Πολύβ. 9. 15, 3. IV. περιορίζω, μετριάζω, φιλοχρηματίαν συμμετρῆσαι Πολυδ. Δ΄, 39. ― Παθητ., συμμεμετρημένον, περιωρισμένον κατὰ τὸ μέγεθος, σύμμετρον, ὁ αὐτ. Γ΄, 88, πρβλ. Θ΄, 24.

Middle Liddell

fut. ήσω σύμμετρος
I. to measure by comparison with another thing:—Pass.,
1. ἦμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ this day measured by calculation of time, Soph.
2. absol. to be commensurate with, Soph.
3. οἷς ὁ βίος ξυνεμετρήθη who had their life measured out, Thuc.
II. Mid. to measure for oneself, compute exactly, Hdt.; ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων calculated its height by counting the courses of bricks, Thuc.

Greek Monolingual

συμμετρῶ, συμμετρέω, ΝΜΑ σύμμετρος
1. μετρώ κάτι από κοινού με κάποιον ή μαζί με κάτι άλλο
2. προσδιορίζω την αναλογία ενός πράγματος σε σχέση με κάτι άλλο, μετρώ κάτι συγκριτικά με κάτι άλλο
αρχ.
(μέσ. και παθ.) συμμετροῦμαι, συμμετρέομαι
α) συμπεραίνω, υπολογίζω («ξυνεμετρήσαντο [τὸ τεῖχος] ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων» — υπολόγισαν το ύψος του τείχους αφού μέτρησαν τις σειρές τών πλίνθων, Θουκ.)
β) περιορίζω, μετριάζω.