πρόλογος
English (LSJ)
ὁ, in early Trag. and Com.,
A prologue of a play, i.e. the part before the entry of the chorus, Arist.Po. 1452b19; esp. (as in E.) monologue containing a narrative of facts introductory to the main action, Ar.Ra.1119, etc., cf. Arist.Rh.1414b20.
2 one who speaks the prologue, Luc.Pseudol.4.
3 introduction in a speech, Lib.Or.1.55(pl.), al.
II Arith., antecedent, in ratios in which the first number is the largest, as 5:3, Nicom.Ar.1.19, Theol.Ar.13, Dam.Pr.374; cf. ὑπόλογος.
German (Pape)
[Seite 733] ὁ, Vorrede, Vorwort; bes. in der Tragödie und der alten Comödie der erste Theil der Handlung vor dem ersten Chorgesange, Ar. Ran. 1119; vgl. Arist. poet. 12; von Euripides an und in der römischen Comödie eine monologische Erzählung dessen, was der Zuschauer wissen muß, um den Anfang der Handlung zu verstehen, die Stelle der eigentlichen dramatischen Exposition vertretend; Gegensatz ἐπίλογος. – In der Arithmetik das Verhältniß der größern Zahl zur kleinem (8: 4), Nicom. ar.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. prologue d'une pièce de théâtre, càd :
1 dans la tragédie et l'ancienne comédie partie de la pièce précédant la première apparition du chœur;
2 exposition préparatoire du sujet;
II. acteur qui récite le prologue.
Étymologie: πρό, λόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόλογος -ου, ὁ [πρό, λόγος] proloog.
Russian (Dvoretsky)
πρόλογος: ὁ
1 пролог (вступительная часть в трагедии и староатт. комедии, начиная с Эврипида - вступительный монолог к трагедии: ἔστιν π. μέρος ὅλον τραγῳδίας τὸ πρὸ χοροῦ παρόδου Arst. пролог есть законченная часть трагедии, предшествующая выступлению хора;
2 актер, читающий пролог Luc.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΑ προλέγω
1. προεισαγωγικό μέρος βιβλίου ή λόγου, προοίμιο
2. το πριν από το πρώτο χορικό άσμα μέρος του δράματος
3. (από τον Ευρ. και μετά) μονόλογος που περιέχει διήγηση σχετικών με την υπόθεση του δράματος γεγονότων, ο οποίος χρησιμεύει ως εισαγωγή στην κυρίως δράση
νεοελλ.
1. το πριν από την κυρίως δράση εισαγωγικό μέρος θεατρικού έργου ή μυθιστορήματος ή εκτεταμένου ποιήματος
2. φρ. α) «πρόλογος αναφοράς»
(λειτουργ.) το τμήμα εκείνο της θείας λειτουργίας από την εκφώνηση Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού... μέχρι τον επινίκιο ύμνο Άγιος, 'Αγιος, Αγιος Κύριος Σαββαώθ...
β) «πρόλογος Θεοφανείων» — η δοξολογική ευχή ή λόγος Τριάς υπερούσιε, υπεράγαθε... συνεχόμενος φόβω εν κατανύξει βοώ σοι..., η οποία προτάσσεται της μεγάλης καθαγιαστικής ευχής του αγιασμού τών υδάτων Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τά έργα σου... κατά την εορτή τών Θεοφανείων
αρχ.
1. αυτός που εκφωνεί, που απαγγέλλει τον πρόλογο
2. μαθ. (σχετικά με λόγο) αυτός στον οποίο ο πρώτος αριθμός είναι μεγαλύτερος, π.χ. 5/4.
Greek Monotonic
πρόλογος: ὁ (προλέγω), στους Τραγ. και τους αρχ. Κωμ. ποιητές, πρόλογος, το μέρος του έργου που έρχεται πριν από το πρώτο χορικό (πάροδος), σε Αριστ.· αλλά από τον καιρό του Ευρ., διήγηση γεγονότων εισαγωγικών και σχετικών με την πλοκή, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόλογος: ὁ, (προλέγω) παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν Τραγ. καὶ κωμ. ποιητῶν τὸ μέρος τοῦ δράματος τὸ πρὸ τοῦ πρώτου χορικοῦ ᾄσματος, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 1, Ρητ. 3. 14, 1· ἀλλ’ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Εὐρ. κατέστη οὗτος μονόλογος περιέχων διήγησιν τῶν σχετικῶν πρὸς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ δράματος γεγονότων ὡς ἐν τῇ Ῥωμαϊκῇ κωμῳδίᾳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1119. ὅπερ παραβάλλει πρὸς τὸ προαύλιον ἐν τῇ αὐλήσει ὁ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 14, 1· ― ἀντίθετον τῷ ἐπίλογος. 2) ὁ ἀπαγγέλλων τὸν πρόλογον, Λουκ. Ψευδολ. 4. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμ., ἐπὶ λόγων ἐν οἷς ὁ πρῶτος ἀριθμὸς εἶναι ὁ μεγαλείτερος, οἷον 5: 3, ἴδε ἐν λ. ὑπόλογος ΙΙ.
Middle Liddell
πρόλογος, ὁ, προλέγω
in Trag. and old Com. Poets, the prologue, that portion of the play that comes before the first chorus, Arist.; but from the time of Eur., a narrative of facts introductory to the plot, Ar.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό προλέγω → πρό + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ fórmula previa π. τῆ<ς> πράξεως fórmula previa a la práctica P IX 12