σίδη

From LSJ
Revision as of 10:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίδη Medium diacritics: σίδη Low diacritics: σίδη Capitals: ΣΙΔΗ
Transliteration A: sídē Transliteration B: sidē Transliteration C: sidi Beta Code: si/dh

English (LSJ)

ἡ, = ῥόα,
A pomegranate tree and fruit, Emp.80, Hp.Nat.Mul. 32, Ulc.11: Boeot. σίδα for Att. ῥόα, Epaminond. ap. Agatharch.Fr. Hist.8 J.; σιδέα, IG14.352 i 54 (Halaesa, pl.); σίβδα, Call.Lav.Pall. 28.
II a water-plant growing near Orchomenos in Boeotia, = νυμφαία, Thphr. HP 4.10.1, Nic.Th.887. [ῑ in signf. 1, ib.72,870, etc.; but ῐ in signf. 1, Emp. l.c., and in signf. ΙΙ, Nic.Th.887; cf. σίδιον, σιδόεις.]

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, auch σίβδη, 1) Granate, Granatapfel, Baum u. Frucht, malum punicum, dor. = ῥόα, ῥοιά; Sp., wie Nic. Th. 72. 870 Al. 489. 622 [ι]. – 2) eine böotische Wasserpflanze, bes. um Orchomenos, vielleicht nymphaea alba; Theophr.; Nic. Th. 887; Ath. XIV, 651. – [Ι kurz, wie in allen Ableitungen auch von σίδη 1.]

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
1 grenadier et grenade (dor. p. ῥοιά);
2 p. ext. pelure de grenade.
Étymologie: DELG emprunt.
2ης (ἡ) :
plante aquatique des environs d'Orchomène, nénuphar blanc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίδη -ης, ἡ granaatappel(boom).

Russian (Dvoretsky)

σίδη: (ῑ) ἡ гранат (дерево или плод) Emped., Plut.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σίθδη και δωρ. τ. σίβδα και βοιωτ. τ. σίδα και σιδέα, Α
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μαλβίδες της τάξης μαλβώδη, με 200 περίπου είδη που φύονται στην Αφρική, στην Αμερική και στην Αυστραλία
αρχ.
1. το φυτό ροδιά, καθώς και ο καρπός του
2. ποώδες και υδροχαρές φυτό, το οποίο ευδοκιμούσε στον Ορχομενό της Βοιωτίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για δάνεια λ. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (πρβλ. ονόματα φυτών) όσο και από τη μορφολογική της ποικιλία (πρβλ. ξίμβαι). Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη ότι η λ. προέρχεται από τον τ. sida «κόκκινος» του προελλ. γλωσσ. υποστρώματος (πρβλ. σίδηρος)].

Greek Monotonic

σίδη: ἡ, δέντρο ροδιά, καρπός της ροδιάς, ρόδι.

Greek (Liddell-Scott)

σίδη: ἡ, = ῥόα, δένδρον καὶ καρπὸς ῥοιᾶς, ἡ «ῥοδιὰ» καὶ τὸ «ῥῷδι» ἢ «ῥόϊδο», Ἐμπεδ. 287, Ἱππ., Νικ. (ἴδε κατωτ.)· σιδέα ἔν τινι Σικελ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5594)· σίβδα παρὰ Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 28. ΙΙ. ἔνυδρόν τι φυτὸν παρὰ τὸν Ὀρχομενὸν ἐν Βοιωτίᾳ, ἴσως τὸ Λατ. Nympheae alba, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1, κτλ. [ῑ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 72, 870, κτλ., καὶ οὕτως ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε σίδιον· ῐ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ, αὐτόθι 887]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Θεόφραστος (4, 11) φυτὸν ἕτερον τῆς ῥοιᾶς φησιν εἶναι τὴν σίδην, φύεσθαι δὲ ἐν τῷ Νείλῳ».

Middle Liddell

σίδη, ἡ,
a pomegranate.

Frisk Etymology German

σίδη: (Emp., Hp., Thphr.; Nik. auch ι [metr. Dehnung),
{sĭ́dē}
Forms: -α (böot.; Schwyzer 30), -έαι pl. (Halaesa; nach συκέαι u.a.), σίβδη (Kall., H.)
Grammar: f.
Meaning: ‘Granatapfel(baum)’; auch N. einer böot. Wasserpflanze = νυμφαία (Thphr., Nik.); ξίμβαι· ῥοιαί. Αἰολεῖς H.
Derivative: Davon σίδιον n. Granatapfelschale (Hp., Ar., Thphr. u. a., σίλβια· σίδια H.) mit -ιοειδής’σίδιον-ähnlich’ (Hp.), -ιωτόν n. ‘aus σ. hergestellte Arznei’ (Paul. Aeg.), -όεις (Nik.), -ειος (Hdn. Gr.) vom Granatapfelbaum; Σιδοῦς, -οῦντος (X. u. a.), -όεις, -όεντος (Euph. u. a.) m. Ort in der Nähe von Korinth.
Etymology: Unerklärtes Fremdwort; vgl. ON, z. B. Σίδη, Σίδυμα; auch alb. shegë Granatapfel u. a. m. bei Bq und Schrader-Nehring Reallex. 1, 408m. Lit. S. auch zu σίδηρος. Zu den Nebenformen σίβδη und ξίμβαι noch Brandenstein Minoica 80 ff. m. Lit. Vgl. zu σίδηρος.
Page 2,702-703