χρονοτριβῶ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
χρονοτριβέω or χρονοτριβῶ
A delay, dally, stall for time, temporize, procrastinate, linger, waste time, loiter, Arist.Rh.1406a37, Leonid. ap. Plu. 2.225b, Act.Ap.20.16, Men.Prot.p.21 D.:—Med., UPZ39.29 (ii B. C.).
2 c. acc., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον = protract the war, Plu.Cat.Mi. 53, Eun.Hist.p.242 D.
German (Pape)
[Seite 1378] die Zeit verbringen, säumen, Arist. rhet. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
χρονοτριβῶ:
1 intr. traîner le temps en hésitations, être lent, incertain;
2 tr. traîner en longueur, acc..
Étymologie: χρόνος, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
χρονοτρῐβέω:
1 терять время, мешкать, медлить Arph., Plut.;
2 задерживаться (ἐν τῇ Ἀσίᾳ NT);
3 затягивать (τὸν πόλεμον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χρονοτρῐβέω: ὡς καὶ νῦν, τρίβω τὸν χρόνον, ἐξοδεύω τὸν καιρόν, ἀργῶ, χασομερῶ, Ἀριστοτ. Ρητ. 3. 3, 3, Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 225Β, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 16· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐπιφάν. 669Α. 2) Παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 53, μετ’ αἰτ., χρ. τὸν πόλεμον, ἐπιμηκύνω, ἐξακολουθῶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὸν πόλεμον.
English (Strong)
from a presumed compound of χρόνος and the base of τρίβος; to be a time-wearer, i.e. to procrastinate (linger): spend time.
English (Thayer)
χρονοτριβῶ: 1st aorist infinitive χρονοτριβῆσαι; (χρώς and τρίβῳ); to wear away time, spend time: Aristotle, rhet. 3,3, 3 (p. 1406a, 37); Plutarch, Heliod, Eustathius, Byzantine writings.)
Greek Monotonic
χρονοτρῐβέω: μέλ. -ήσω (τρίβω)·
I. σπαταλώ, χάνω, ξοδεύω χρόνο, χασομερώ, σε Αριστ., Κ.Δ.
II. με αιτ., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον, επιμηκύνω, παρατείνω, εξακολουθώ τον πόλεμο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χρονοτρῐβέω, fut. -ήσω τρίβω
I. to waste time, loiter, Arist., NTest.
II. c. acc., χρ. τὸν πόλεμον to protract the war, Plut.
Chinese
原文音譯:cronotribšw 赫羅挪-特里卑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:時間-磨損(消磨)
字義溯源:消磨時間,耽延,白費時間;由(χρόνος)*=時候)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成,而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 耽延(1) 徒20:16
Mantoulidis Etymological
(=χασομερῶ). Ἀπό τό χρόνος + τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χρόνος.