ἀντίθυρος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἀντίθυρον, (θύρα) opposite the door, κατ' ἀντίθυρον κλισίης opposite the door of the house, Od.16.159, as the Sch.; or it may be a neut. Subst. ἀντίθυρον the part facing the door, vestibule, as it is in βᾶτε κατ' ἀντιθύρων S.El.1433, ubi v. Herm.: in Luc.Symp.8, the side of a room facing the door, cf. Alex.16, Dom.26.
German (Pape)
[Seite 252] (θύρα), der Thüre gegenüber, κατ' ἀντίθυρον κλισίης Od. 16, 159; Einige halten τὸ ἀντίθυρον für einen Ort im Hause, welcher der Thüre gegenüber liegt, ein Vorgemach; vgl. Soph. El. 1433 βᾶτε κατ' ἀντιθύρων. Bei Luc. Alex. 16 wird ἀντίθυρον erkl. τὸ ὄπισθεν τῆς θύρας μέρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est devant la porte ; τὸ ἀντίθυρον, τὰ ἀντίθυρα vestibule.
Étymologie: ἀντί, θύρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίθῠρος: находящийся против двери (ναός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίθυρος: -ον, (θύρα), ἀπέναντι τῆς θύρας, στῆ δὲ κατ’ ἀντίθυρον κλισίης, «ἀντικρὴ τῆς θύρας» (Ὀδ. Π. 159) κατὰ τὸν Σχολ., δυνατὸν ὅμως νὰ εἶναι οὐδ. οὐσιαστ., ἀντίθυρον, τὸ μέρος τὸ ἔναντι τῆς θύρας, ὁ πρόδομος, ὡς ἐν τῷ βᾶτε κατ’ ἀντιθύρων Σοφ. Ἠλ. 1433, ἔνθα ἴδε Ἕρμαννον: ἐν Λουκ. Συμπ. 8, ἡ ἀπέναντι τῆς θύρας κειμένη πλευρὰ δωματίου· κατὰ δὲ τὸν μέσον τοῖχον ἄνω τις ἀντίθυρος Ἀθηνᾶς ναὸς πεποίηται ὁ αὐτ. Περὶ τοῦ οἴκ. 26.
English (Autenrieth)
(θύρη): over against the door, only κατ' ἀντίθυρον κλισίης, in a position opposite the entrance of the hut, Od. 16.159†.
Greek Monolingual
ἀντίθυρος, -ον (Α)
1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρον
προθάλαμος, πρόδομος
3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα.
Greek Monotonic
ἀντίθῠρος: -ον (θύρα),
1. αντικρυνός ως προς την πόρτα· ως ουδ. ουσ. ἀντίθυρον, τό, το μέρος που αντικρύζει την πόρτα, πρόδομος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. η πλευρά του δωματίου που αντικρύζει την πόρτα, σε Λουκ.
Middle Liddell
θύρα
1. opposite the door: as neut. Subst., ἀντίθυρον, ου, τό, the part facing the door, the vestibule, Od., Soph.
2. the side of a room facing the door, Luc.