κτεατίζω

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτεατίζω Medium diacritics: κτεατίζω Low diacritics: κτεατίζω Capitals: ΚΤΕΑΤΙΖΩ
Transliteration A: kteatízō Transliteration B: kteatizō Transliteration C: kteatizo Beta Code: kteati/zw

English (LSJ)

gain, win, δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il.16.57; πολλὰ κτεατίσσας Od.2.102, 19.147, cf. Eumel.2, etc.: —Med., get for oneself, acquire, Ep. fut. κτεατίσσομαι Man.6.677, aor. κτεατίσσατο A.R.2.788: pf.Pass. in med. sense, ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc.522: plpf., ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης Call.Aet.3.1.47; τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός Theoc.17.105.

German (Pape)

[Seite 1518] sich erwerben, verschaffen; δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il. 16, 57; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß, Od. 2, 102; – auch med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben, H. h. 2, 522; Ap. Rh. 2, 788; Maneth. 6, 677. – Davon adj. verb. κτεατιστός, Inscr. 1187 (App. Anth. 299).

French (Bailly abrégé)

acquérir, conquérir, acc.;
Moy. κτεατίζομαι m. sign.
Étymologie: κτέαρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτεατίζω [κτέαρ] praes. alleen med. κτεατίζεται; ep. aor. act. κτεάτισσα, ptc. κτεατίσσας, veroveren, in bezit krijgen:; κούρην δουρὶ ἐμῷ κτεάτισσα het meisje heb ik met mijn eigen speer buit gemaakt Il. 16.57; ook med.: τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός een ander deel bemachtigt hij (Ptolemaeus) zelf Theocr. Id. 17.105.

Russian (Dvoretsky)

κτεᾰτίζω: (act. только aor. κτεάτισσα, med. praes. и pf.) приобретать, добывать (δουρὶ κούρην Hom.; med. τι HH).

English (Autenrieth)

aor. κτεάτισσα=κτάομαι.

Greek Monolingual

κτεατίζω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ.
β. «αὖθις ἀπ' ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, -ατος (τὸ) + -ίζω (πρβλ. κερματίζω, χρηματίζω)].

Greek Monotonic

κτεᾰτίζω: μέλ. -ίσω· Επικ. αορ. αʹ κτεάτισσα (κτάομαιαποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, επιτυγχάνω, σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., αποκτώ για τον εαυτό μου, είμαι ιδιοκτήτης, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κτεᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κτῶμαι, κερδίζω, δουρὶ δ᾿ ἐμῷ κτεάτισσα Ἰλ. Π. 57· πολλὰ κτεατίσσας Ὀδ. Β. 102., Τ. 147, κτλ.· ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., ὅσ’ Ἐκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτὸς Θεόκρ. 17. 105.

Middle Liddell

κτεᾰτίζω, κτάομαι
to get, gain, win, Hom.:—Mid., with perf. pass., to get for oneself, acquire, Hhymn., Theocr.