στραβός

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰβός Medium diacritics: στραβός Low diacritics: στραβός Capitals: ΣΤΡΑΒΟΣ
Transliteration A: strabós Transliteration B: strabos Transliteration C: stravos Beta Code: strabo/s

English (LSJ)

στραβή, στραβόν, squinting, Sor.1.31, Gal.19.141, Alex.Aphr.Pr. 1.124, Ostr.93 (ii A.D.), Stud.Pal.10.207 (vi A.D.); = luscus, Glossaria; rejected by Poll.2.51, Phryn.PS p.108 B.

German (Pape)

[Seite 950] wie στρεβλός, verdreht, bes. mit verdrehten Augen, schielend, Medic.; vgl. Moeris 205.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰβός: -ή, -όν, (στρέφω) ὡς τὸ στρεβλός, διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, λοξός· - ἰδίως, λοξῶς βλέπων, παραβλώψ, ἀλλοίθωρος, Λατ. strabus, Γαλην.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Β´, 51, Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 62.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στραβός, -ή, -όν, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος
νεοελλ.
(για πράγμ.)
1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές»)
2. τυφλόςστραβός από το ένα μάτι»)
3. λοξός, αυτός που δεν βρίσκεται στην κανονική του θέσηστραβός τοίχος»)
4. μη ορθός, λαθεμένος (α. «στραβή σκέψη» β. «στραβή απόφαση»)
5. το θηλ. ως ουσ. η στραβή
(στο χαρτοπαίγνιο) είδος κοντσίνας
6. φρ. α) «παίρνω τον στραβό δρόμο»
μτφ. i) τρέπομαι προς τη διαφθορά, αρχίζω να κάνω ανήθικη ζωή
ii) (για υποθέσεις) παίρνω δυσάρεστη τροπή
β) «άνοιξε τα στραβά σου»
(υβριστικά) πρόσεχε περισσότερο, μην είσαι τόσο απρόσεκτος
γ) «κάνω τα στραβά μάτια» — προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή ότι δεν καταλαβαίνω
δ) «στα στραβά» — απρόσεκτα, αμελέτητα, χωρίς προετοιμασία, στα κουτουρού
ε) «στραβό κεφάλι» — δύστροπος άνθρωπος
7. παροιμ. «πήρε ο στραβός κατήφορο» — λέγεται για κάποιον που ενεργεί με μεγάλη βιασύνη και με πολλή απροσεξία.
επίρρ...
στραβά Ν
1. λοξά, όχι σε ευθεία γραμμή («χάραξα στραβά τη γραμμή»)
2. όχι σωστά, λαθεμένα (α. «έκανες στραβά τη δουλειά» β. «στραβά κατάλαβες»)
3.φρ. α) «βάζω το καπέλο μου στραβά» ή «βάζω το καπελάκι μου στραβά» — αδιαφορώ τελείως για τις κρίσεις τών άλλων, κάνω ό,τι θέλω
β) «παίρνω κάτι στραβά»
i) δεν αντιλαμβάνομαι καλά κάτι
ii) παρεξηγώ κάτι
γ) «κουτσά-στραβά» — όπως-όπως, όπως μπορούσε κανείς
δ) «κουτσά, στραβά κι ανάποδα» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ατυχίες ή οι κακές περιστάσεις ήταν αλλεπάλληλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός (βλ. λ. στρέφω). Το επίθ. στραβός με αρχική σημ. «αυτός που πάσχει από στραβισμό, αλλήθωρος» στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά αυτόν που δεν είναι ίσιος, τον στρεβλό, τον λοξό, και μτφ. τον μη ορθό, τον λαθεμένο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. strabus, strabo.
ΠΑΡ. αρχ. στραβότης, στράβων
μσν.- νεοελλ.
στραβῶ(-ώνω)
νεοελλ.
στραβάδα, στραβάδι, στραβίζω, στραβικός.
ΣΥΝΘ. (για Α' συνθετικό βλ. λ. στραβο-). (Β' συνθετικό) αρχ. παράστραβος, υπόστραβος
νεοελλ.
απόστραβος, θεόστραβος, μισόστραβος].

Frisk Etymological English

See also: s. στρεβλός.

Frisk Etymology German

στραβός: {strabós}
See also: s. στρεβλός.
Page 2,804

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.