ταριχεύω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A preserve the body by artificial means, embalm, of Egyptian mummies, Hdt.2.86, Pl.Phd. 80c.
II preserve food by salting, pickling, or smoking, τ. ὄα Id.Smp.190d; ἐλᾶν(= ἐλαίαν) PRyl.231.5 (i A.D.):—Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Hdt.2.77, cf. PGiss.93.2 (ii A.D.), etc.; τεμάχη τεταριχευμένα preserved meat, X.An.5.4.28; χλωρὰ [κάππαρις] πρὶν -ευθῆναι Gal.6.615.
2 season wood by soaking it in water, Thphr. HP 4.2.2, 5.4.8.
3 macerate, Olymp.Alch.p.70 B., al.
III metaph. in Pass., waste away, wither, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ A.Ch.296, cf. Sophr.54; τεταριχευμένος stale, opp. νεαλὴς καὶ πρόσφατος, D.25.61.
2 Medic., reduce a patient by starving, Gal.15.595.
German (Pape)
[Seite 1071] den todten Leib eines Menschen od. eines Thieres durch künstliche Zurichtung vor Fäulniß bewahren, einbalsamiren; Her. 2, 66. 88; Plat. Phaed. 80 c; Luc. de luct. 21. – Eben so Fleisch oder Fisch zum Essen aufbewahren, so daß sie nicht von Fäulniß leiden, einsalzen, einpökeln, einmachen; Her. 2, 77; τὰ ὄα, Plat. Conv. 190 d; τεμάχη τεταριχευμένα, Xen. An. 5, 4, 28 u. Folgde. – Auch von Körpern anderer Art, z. B. Holz in Meerwasser legen, um es härter u. dauerhafter zu machen. – Übertr., von Alter, Sorgen, Kummer, austrocknen, ausdörren, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ, Aesch. Ch. 294; so setzt Dem. 25, 61 νεαλὴς καὶ πρόσφατος ὤν dem τεταριχευμένος καὶ πολὺν χρόνον ἔμπεπτωκώς gegenüber.
French (Bailly abrégé)
préparer de manière à préserver de la pourriture, particul.
1 saler (le poisson, la viande, etc.), faire des conserves;
2 embaumer un corps.
Étymologie: τάριχος.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχεύω:
1 засаливать, солить, консервировать (sc. ἰχθύας Her.; τὰ ὄα Plat.; δελφίνων τεμάχη τεταριχευμένα Xen.);
2 бальзамировать (τὴν κοιλίην Her.; τὸ σῶμα Plat.);
3 перен. иссушать, истощать, изнурять: ταριχευθείς Aesch. и τεταριχευμένος Dem. изможденный.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχεύω: μέλλ. -εύσω, (τάριχος) ὡς καὶ νῦν, ταριχεύω, κοινῶς «βαλσαμώνω», ἐπὶ νεκροῦ σώματος, ὡς οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι, Ἡρόδ. 2. 86 - 90, Πλάτ. Φαίδων 80C, πρβλ. ταρχύω. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος ἢ ἰχθύων, ἁλατίζω ἢ καπνίζω (πρβλ. προταριχεύω), βάλλω εἰς ἅλμην, ὥσπερ οἱ τὰ ὅα τέμνοντες καὶ μέλλοντες ταριχεύειν (τὰ ὄα, σοῦρβα ἢ σούρδουλα, ἅπερ καὶ νῦν ἔτι τέμνουσιν εἰς δύο καὶ βάλλουσιν αὐτὰ εἰς τὴν ἅλμην, δηλ. τὰ κάμνουν «τουρσὶ») Πλάτ. Συμπ. 190D. ― Παθ., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Ἡρόδ. 2. 77· τεμάχη τεταριχευμένα, παστὰ κρέατα, «παστουρμάδες», Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, οἷον ἐπὶ ξύλου, ποιῶ ἰσχυρότερον ἐμβάπτων αὐτὸ εἰς τὸ ὕδωρ, Θεοφρ. ἐπ. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 8, κλπ. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐν τῷ παθ., φθείρομαι, κακῶς ταριχευθεύντα παμφθάρτω μόρῳ Αἰσχύλ. Χο. 296, πρβλ. Σώφρονος Ἀποσπ. 63· τεταριχευμένος, παλαιός, εὐρωτιῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νεαλὴς καὶ πρόσφατος, Δημ. 788. 24. 2) παρὰ τοῖς Ἰατρ., ἰσχναίνω τινὰ διὰ τοῦ λιμοῦ πρβλ. προταριχεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τάριχος
1. αποτρέπω τη σήψη νεκρών ανθρώπων ή ζώων με διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσαμώνω
2. (σχετικά με τρόφιμα) διατηρώ για μεγάλο χρονικό διάστημα με αλάτισμα, κάπνιμα ή ξήρανση στον αέρα
αρχ.
1. (σχετικά με ξύλο) κάνω ισχυρότερο με την εμβάπτισή του σε ειδικό υγρό
2. διαβρέχω, μουσκεύω
3. ιατρ. (σχετικά με ασθενή) αδυνατίζω λόγω παροχής πολύ μικρής ποσότητας τροφής
4. παθ. ταριχεύομαι
μτφ. φθείρομαι από τις έγνοιες, τα γηρατειά ή τις δυστυχίες.
Greek Monotonic
τᾰρῑχεύω: μέλ. ταριχεύσω (τάριχος)·
I. βαλσαμώνω το σώμα του νεκρού με τεχνητό τρόπο, ταριχεύω, λέγεται για τις Αιγυπτιακές μούμιες, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. διατηρώ το κρέας ή το ψάρι με το να το αλατίσω ή να το καπνίσω, σε Πλάτ. — Παθ., (ἴχθυας) ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους, σε Ηρόδ.· τεμάχη τεταριχευμένα, παστά κρέατα, παστουρμάς, σε Ξεν.
III. μεταφ. στην Παθ., φθείρομαι, μαραίνομαι, σε Αισχύλ.· τεταριχευμένος, παλιός, μπαγιάτικος, σιτεμένος, σε Δημ.
Middle Liddell
τᾰρῑχεύω, fut. -εύσω τάριχος
I. to preserve the body by artificial means, to embalm, of the Egyptian mummies, Hdt., Plat.
II. to preserve meat or fish by salting, pickling, or smoking, Plat.:—Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Hdt.; τεμάχη τεταριχευμένα preserved meat, Xen.
III. metaph. in Pass. to shrivel up, Aesch.; τεταριχευμένος stale, Dem.
Mantoulidis Etymological
(=βαλσαμώνω). Ἀπό τό τάριχος -ου, ὁ ἤ τάριχος -ους, τό (=μούμια, παστό). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ταριχεία, ταρίχευσις, ταριχευτής, ταριχευτός.