φιλοχωρέω

From LSJ
Revision as of 12:03, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχωρέω Medium diacritics: φιλοχωρέω Low diacritics: φιλοχωρέω Capitals: ΦΙΛΟΧΩΡΕΩ
Transliteration A: philochōréō Transliteration B: philochōreō Transliteration C: filochoreo Beta Code: filoxwre/w

English (LSJ)

to be fond of a place or country, haunt it, Hdt.8.111; ἐκεῖσε φ. Ar.Fr.149.5: c. dat., φ. τόποις Plb.4.46.1; ὄρεσιν D.H.1.13; τῷ λόφῳ Id.1.34, cf. 3.9, 5.63; τοῖς ἀλλοτρίοις Id.8.47 (but ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις ib.35 codd.); φ. περὶ ταφάς Plu.2.612a: metaph., φ. ἐπὶ τῇ παρανόμῳ δυναστεία, ἐπὶ [τῇ φιλοσοφίᾳ], D.H.11.11, Iamb. Protr.6; περὶ τοὺς ἐθισμούς Plu.2.714b: c. inf., φιλοχωροῖμεν ἂν μένειν D.H.6.79 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1288] gern an einem Orte sein, sich gern an einem Orte aufhalten; τοῖς τόποις Pol. 4, 46, 1; ὄρεσι, λόφῳ, D. Hal. 1, 13. 34; ἔν τινι, 8, 35; u. Sp.; übertr. von Beschäftigungen, neben ἐπιμένειν Plut. Timol. praef.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer le séjour d'un lieu, se plaire dans un lieu, τινι ; fig. τινι, περί τι se confiner dans une étude ou une recherche, s'adonner à une occupation.
Étymologie: φιλόχωρος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχωρέω: охотно обитать, оставаться (οὐκ ἐκλείπειν τὴν νῆσον, ἀλλ᾽ αἰεὶ φ. Her.): φιλοχωρῆσαι τοῖς περὶ τὸ Βυζάντιον τόποις Polyb. предпочесть остаться в окрестностях Византии; ἐπιμένειν καὶ φ. τῇ ἱστορίᾳ Plut. продолжать заниматься историей; φ. περὶ τοὺς ἀρχαίους ἐθισμούς Plut. придерживаться древних обычаев.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχωρέω: ἀγαπῶ τόπον τινὰ ἢ χώραν, μένω διαρκῶς ἔν τινι τόπῳ, συχνάζω, Ἡρόδ. 8. 111· ἐκεῖσε φ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198· μετὰ δοτ., φ. τόποις Πολύβ. 4. 46, 1· ὄρεσιν Διονύσ. Ἁλ. 1. 13· τοῖς ἀλλοτρίοις ὁ αὐτ. 8. 47· ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις αὐτόθι 35· φ. περὶ τὰς ταφὰς Πλούτ. 2. 612Α· καὶ μεταφ., φιλ. ἐπὶ τῇ φιλοσοφίᾳ Ἰαμβλ. Προτρ. 112, πρβλ. Διονύσ. Ἁλ. 11. 11· περὶ τοὺς ἐθισμοὺς Πλούτ. 2. 714Α· ἔτι καὶ μετ’ ἀπαρ., φιλοχωροῖμεν ἂν μένειν Διονύσ. Ἁλ. 6. 79.

Greek Monotonic

φῐλοχωρέω: μέλ. -ήσω, (φιλόχωρος), αγαπώ κάποιον τόπο, μένω διαρκώς εκεί, συχνάζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φῐλοχωρέω, fut. -ήσω φιλόχωρος
to be fond of a place, to abide there always, haunt it, Hdt.