ξεστός
English (LSJ)
ξεστή, ξεστόν, (ξέω)
A hewn, shaved, planed, of timber or objects made of it, ξ. οὐδός, τράπεζα, ἐλάται, ἐφόλκαιον, Od.18.33,17.93, 12.172,14.350; ἵππος 4.272; ὀϊστός Hes.Sc.133; ἄκοντες B.17.49; λόχος Ἀργείων, of the wooden horse, E.Tr.534 (lyr.); carved, ξόανα prob. in Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.
2 of stone, hewn, ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις Il.18.504, cf. Od.3.406; λίθου ξεστοῦ καὶ ζῴων ἐγγεγλυμμένων Hdt.2.124; ἁρπάξαντες ἄγαλμ' Ἀΐδα, ξ. πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος Pi.N.10.67; of buildings, built of hewn stone, ξ. αἴθουσαι Il.6.243; ξ. ἀγυιαί E.HF782 (lyr.); ξ. τύμβος, τάφος, Id.Alc.836, Hel. 986; τοῖχος LXX Si.22.17, J.AJ15.11.5.
3 of horn, polished, Od. 19.566; of an elephant's ears, smooth, Opp.C.2.520.
German (Pape)
[Seite 278] geschabt, durch Behauen, Schaben, Hobeln u. dgl. geglättet u. polirt, bes. von Holzsachen; οὐδός, Od. 18, 33; ἵππος, vom hölzernen Pferde, 4, 272; ἐφόλκαιον, 14, 350; τράπεζα, 1, 138; ἐλάται, 12, 172; auch von behauenen, polirten Steinen, ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις Il. 18, 504, öfter; τετυγμένα δώματα Κίρκης ξεστοῖσιν λάεσσι, Od. 10, 211; so auch ξεστῇς αἰθούσῃσι zu nehmen, Il. 6, 243, vgl. 20, 11; von Horn, διὰ ξεστῶν κεράων Od. 19, 566. So auch die Folgdn; ξεστᾷ ἀπήνᾳ Pind. P. 4, 94, δίφρος P. 2, 10, πέτρος N. 10, 67; τύμβος, τάφος, Eur. Alc. 839 Hel. 992; πόλεως ἀγυιαί, Hero. Eur. 782; πίναξ, Ar. Thesm. 778; λίθος, Her. 2, 124; Sp., bei denen es übh. glatt, kahl bedeutet.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
raclé, poli ; fait de bois ou de pierre polis.
Étymologie: adj. verb. de ξέω.
Russian (Dvoretsky)
ξεστός:
1 выстроганный, выглаженный, выскобленный, гладкий (τράπεζα, ἐλάτη, δίφρος Hom.);
2 (обтесанный, полированный (λίθοι Hom., Her.; μνῆμα Plut.);
3 построенный из тесаного камня (αἴθουσαι Hom.; ἀγυιαί, τύμβος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ξεστός: -ή, -όν, (ξέω) ἐξεσμένος, λεῖος ἢ στιλπνὸς γενόμενος διὰ ξέσεως, ῥοκανισμένος, ῥινισμένος, κτλ., συχν. παρ’ Ὁμ. 1) ἐπὶ ξύλου, ξ. δίφρος, οὐδός, τράπεζα, ἐλάτη, ἐφολκαιον· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 133, Πινδ. Π. 2. 20, Ἀττ. 2) ἐπὶ λίθου, ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις Ἰλ. Σ. 504, Ὀδ. Γ. 406, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 114, καὶ Ἀττ.· - ἐνταῦθα ἀνάγονται καὶ αἱ ξ. αἴθουσαι, ὡς πεποιημέναι ἐκ κατειργασμένου, λείου μαρμάρου, Ἰλ. Ζ. 243, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ξ. ἀγυιαὶ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 783· ξ. τύμβος, τάφος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 836, Ἑλ. 986. 3) ἐπὶ κέρατος, Ὀδ. Τ. 566. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως, λεῖος, φαλακρός, ἄτριχος, Ὀππ. Κυν. 2. 520. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ξεστόν· λεῖον. ποιητόν».
English (Autenrieth)
(ξέω): scraped, hewn smooth, polished; of wood, stone, horn, etc.
English (Slater)
ξεστός polished ξεστὸν δίφρον (P. 2.10) ξεστᾷ ἀπήνᾳ (P. 4.94) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον (N. 10.67)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ξεστός, -ή, -όν)
(συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα)
1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο
2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» — ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. ανάγλυφος, αυτός που φέρει γλυφές, γεγλυμμένος («ξεστά ξόανα»)
2. (για λίθο) πελεκημένος («λίθου ξεστοῦ καὶ ζῴων έγγεγλυμμένων», Ηρόδ.)
3. (για αντικείμενα) αυτός που έχει κατασκευαστεί από κατεργασμένο, λείο μάρμαρο
4. (για τα αφτιά του ελέφαντα) χωρίς τρίχες, λείος, γυαλιστερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξεσ-α + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
ξεστός: -ή, -όν, λείος, στιλβωμένος, επεξεργασμένος, σκαλιστός, πελεκητός, τορνευτός, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ξεσταὶ αἴθουσαι, δωμάτια από στιλπνή πέτρα, λείο, σκαλιστό μάρμαρο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ξεστός, ή, όν
smoothed, polished, wrought, Hom., Hdt., Attic; ξ. αἴθουσαι halls of polished stone, Il. [from ξέω]