ὑπερῷον

From LSJ
Revision as of 18:15, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερῷον Medium diacritics: ὑπερῷον Low diacritics: υπερώον Capitals: ΥΠΕΡΩΟΝ
Transliteration A: hyperō̂ion Transliteration B: hyperōon Transliteration C: yperoon Beta Code: u(perw=|on

English (LSJ)

Ep. and Ion. ὑπερώϊον, τό,
A the upper part of the house, where the women resided, παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il.2.514; εἰς ὑπερῷ' ἀναβάς 16.184, cf. Od.1.362; ὑπερωϊόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδὴν.. Πηνελόπεια from her chamber she heard it, ib.328; approached by a κλῖμαξ, ib.330: so in later Gr., upper chamber or upper story, Act.Ap.1.13, Supp.Epigr.2.754 (Syria, ii A. D.), POxy.2146.7 (iii A. D.).
2 Attic, garret, Ar.Eq.1001, Pl.811, Men.Sam.17, IG22.1638.27; ἄνωθ' ἐξ ὑ. Ar.Ec.698 (anap.); of a spare room, Antipho 1.14.

German (Pape)

[Seite 1205] τό, ep. u. ion. ὑπερώϊον, neutr. zum Folgenden, sc. οἴκημα, der obere Theil des Hauses, Oberstock, Söller, Zimmer im obern Stock, wo die Frauen wohnten; παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Il. 2, 514; ἐς ὑπερῷ' ἀναβὰς παρελέξατο λάθρη Ἑρμείας 16, 184; oft in der Od.; ἐξ ὑπερῴου ἄειδον Κηληδόνες Pind. frg. 25; Ar. Equ. 996 Plut. 811; Antiph. 1, 14.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερῷον: ион. тж. ὑπερώϊον τό
1 тж. pl. верхний этаж, верхнее помещение Hom.;
2 чердак Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερῷον: Ἐπικ. καὶ Ἰων. -ώιον, τό, τὸ ἀνώτερον μέρος τῆς οἰκίας, τὸ ἀνώτατον πάτωμα ἔνθα αἱ γυναῖκες διέμενον, παρθένος αἰδοίη ὑπερώιον εἰσαναβᾶσα Ἰλ. Β. 514· εἰς ὑπερῷ’ ἀναβὰς Π. 184, πρβλ. Ὀδ. Α. 362· τοῦ δ’ ὑπερωιόθεν φρεσὶ σύνθετο θέσπιν ἀοιδήν... Πηνελόπεια, ἐκ τοῦ ὑπερῴου ἤκουσε Ὀδ. Α. 328· ἔφερε δὲ εἰς αὐτὸ κλῖμαξ, αὐτόθι 330· ἐξ ὑπερῴου Πινδ. Ἀποσπ. 25. 2) παρ’ Ἀττ., ἡ κοινῶς λεγομένη «σοφίτα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1001, Πλ. 811· ἄνωθ’ ἐξ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 698· ἐν χρήσει ὡς ἀποθήκη κ.τ.τ., Ἀντιφῶν 113. 3· πρβλ. Λυσίαν σ. 3. Reiske, καὶ ἴδε διήρης.

English (Autenrieth)

upper chamber, upper apartments, often pl. in both forms. The ὑπερώϊον was over the women's apartment, and was occupied by women of the family, not by servants, Il. 2.514, Od. 17.101.

English (Strong)

neuter of a derivative of ὑπέρ; a higher part of the house, i.e. apartment in the third story: upper chamber (room).

Greek Monolingual

το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α
το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ' ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.)
νεοελλ.
εξώστης θεάτρου ή κινηματογράφου, γαλαρία
μσν.-αρχ.
το επάνω μέρος του σπιτιού, ο τελευταίος όροφος, στον οποίο διέμεναν συνήθως οι γυναίκες (α. «ἐν ὑψηλῷ ὑπερώῳ τῆς οἰκίας ἀνατολῆς», Θεοδώρ.
β. «παρθένος αἰδοίη ὑπερώϊον εἰσαναβᾱσα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ὑπερῴα].

Greek Monotonic

ὑπερῷον: Επικ. -ώϊον, τό, το ανώτερο, υψηλότερο μέρος ενός σπιτιού, κατοικίας, το ανώτατο πάτωμα ή τα ανώτερα διαμερίσματα, εκεί που διέμεναν, κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Όμηρ.· σε Αττ., σοφίτα, υπερώο, σε Αριστοφ. (βλ. το επόμ.).

Middle Liddell

ὑπερῷον, επιξ -ώιον, ου, τό,
the upper part of the house, the upper story or upper rooms, where the women resided, Hom.:—in Attic, an Attic, garret, Ar. (v. ὑπερῷος).

Chinese

原文音譯:Øperóon 虛胚羅按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在上 (房間) 相當於: (עֲלִיָּה‎)
字義溯源:房內較高部份,樓,樓房,樓上;源自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上)
出現次數:總共(4);徒(4)
譯字彙編
1) 樓上(2) 徒9:37; 徒9:39;
2) 樓(1) 徒20:8;
3) 樓房(1) 徒1:13

English (Woodhouse)

upper room

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό (=τό πάνω πάτωμα). Οὐδέτερο τοῦ ὑπερῷος, πού ἴσως παράγεται ἀπό τήν πρόθ. ὑπέρ.